Ο εορτασμός του Πάσχα στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία (Για το Περιοδικό ΚΙΝΗΣΗ Ντύσσελντορφ)
Του π. Ιωάννου Ψαράκη – Ντύσσελντορφ, 23.03.2001
Όπως όλοι οι απανταχού της Οικουμένης Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, περιμένουμε κι εμείς εδώ στο Ντύσσελντορφ να γιορτάσουμε αγαπημένοι και χαρούμενοι το φετινό Πάσχα, που ευτυχώς συμπίπτει με το γερμανικό και θα χαρούμε τις αργίες της Μ.Παρασκευής και της Δευτέρας του Πάσχα και θα οργανώσουμε πιο άνετα τον εκκλησιασμό και τη νηστεία μας. Ας ευχηθούμε να καταλαγιάσει ως τότε και η αγορά για να μας επιτρέψει να φάμε άφοβα όχι μόνο τα κόκκινα αυγά αλλά και τα άλλα παραδοσιακά μας εδέσματα, τη Μαγειρίτσα και το Πασχαλινό αρνί – τον Οβελία.
Γιατί όμως γιορτάζουμε χωριστά το Πάσχα οι χριστιανοί – μια ή και πέντε εβδομάδες αργότερα από τους δυτικούς εμείς οι ορθόδοξοι – και είναι επί τέλους τόσο δύσκολο να συμφωνήσουν οι Εκκλησίες σ΄ ένα κοινό εορτασμό αφού είναι μάλλον βέβαιο πως οι περισσότεροι από τους πιστούς θα αποδεχόντουσαν ευχαρίστως μια τέτοια εξέλιξη; Στα ερωτήματα αυτά επιχειρούν να απαντήσουν με συντομία οι παρακάτω γραμμές, με την προκαταρκτική παρατήρηση πως δεν εξαντλούν το περίπλοκο αυτό θέμα..
Η διαφορά στον εορτασμό του Πάσχα μεταξύ ανατολικής και δυτικής χριστιανοσύνης είναι γνωστή από το Β΄ αιώνα μ.Χ. και εξελίσσεται αργότερα σε διαφορά της Ορθοδοξίας με το Ρωμαιοκαθολικισμό.
Αν έλειπαν οι αρχηγικές βλέψεις του Επισκόπου Ρώμης, το πρόβλημα θα είχε λυθεί από το 325 μ.Χ., όταν η Α΄Οικουμενική Σύνοδος ( δηλ. η ανώτατη Συνοδική Εκκλησιαστική αυθεντία ) αποφάσισε να εορτάζεται το Πάσχα κατά την Κυριακή που ακολουθεί την Α΄ Πανσέληνο της εαρινής ισημερίας εκάστου έτους με την προϋπόθεση να έχει προηγηθεί το Πάσχα των Εβραίων σύμφωνα με την περιγραφή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Ο Επίσκοπος Ρώμης, που από τότε διεκδικεί το Παπικό Πρωτείο, δεν εφάρμοσε δυστυχώς αυτό τον όρο και συνεορτάζει ενίοτε ή και προεορτάζει το Πάσχα από εκείνο των Εβραίων. Στα χρόνια π.χ. 1989,90,91,95,97 και 98 συνεόρτασε ή γιόρτασε πριν από τους Εβραίους το Πάσχα η Καθολική Εκκλησία. Αφού όμως όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες μένουν πιστές στην Παράδοση και στο δημοκρατικό Πολίτευμα της «Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας», έχουμε εδώ μια από τις βασικές αιτίες της διαφοράς που είναι και η δυσκολότερη. Δυο ακόμη αιτίες προστίθενται από το έτος 1582, όταν ο Πάπας Γρηγόριος ο ΙΓ΄ υιοθετεί το νέο ημερολόγιο (Γρηγοριανό από το όνομά του) και εγκαταλείπει οριστικά τη σειρά των εαρινών ισημεριών που ίσχυ αν από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο για τους Ορθοδόξους. Και στην παραπάνω αλλά και σ΄ αυτή την αιτία οφείλονται σχεδόν κατά κανόνα οι διαφορές της μιας εβδομάδας και των 28 – 35 ημερών που είχαμε π.χ. στα έτη 1989,94,97 και θα έχουμε το 2002, το 2005, το 2008 κλπ., για να περιοριστούμε στα τελευταία και στα αμέσως επόμενα χρόνια. Το 1923 έρχεται και η σειρά των Ορθοδόξων Εκκλη σιών να προσθέσουν κι αυτές με την ασυμφωνία τους μια ακόμη αιτία, η οποία μάλιστα και ταλαιπω ρεί περισσότερο τις ίδιες μεταξύ τους παρά τις σχέσεις τους με τη Ρώμη. Ενώ λοιπόν συμφώνησαν αρχικά να υιοθετήσουν το νέο ημερολόγιο, προχώρησαν τελικά στη διόρθωση μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Εκκλησία της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ρουμανίας και μάλιστα μόνο στον κύκλο των ακίνητων εορτών του εκκλησιαστικού έτους. Έτσι βλέπουμε να γιορτάζουν όλοι μαζί οι ορθόδοξοι το Πάσχα χωριστά από τους καθολικούς αλλά όχι και τα Χριστούγεννα, όπου διαφέρουν και μεταξύ τους (παλαιοημερολογίτες/νεοημερολογίτες) και με τις δυτικές Εκκλησίες.
Πολλές προσπάθειες γίνονται τις τελευταίες δεκαετίες από θεολόγους και ειδικές Επιτροπές όλων των Εκκλησιών για κάποια συμβιβαστική συμφωνία και κοινό εορτασμό του Πάσχα. Κάποιες μειονότητες μάλιστα της ορθόδοξης Διασποράς προχώρησαν αυθαίρετα σε υιοθέτηση της Παπικής γραμμής. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες πάντως αναβάλλουν συνεχώς την όποια απόφαση γιατί φοβούνται νέο και με απρόβλετες συνέπειες Σχίσμα. Βέβαιο είναι, ωστόσο, πως και τα δυο Ημερολόγια είναι λάθος ( έστωκαι αν το ένα είναι κατά τι ακριβέστερο από το άλλο ) την ώρα που συζητούνται και προτείνονται παγκοσμίως άλλα και δεν αποκλείεται διεθνείς κρατικές πρωτοβουλίες να υποχρεώσουν τις χριστιανικές Εκκλησίες σε επανεξέταση ή και απόρριψη και του Γρηγοριανού και του Ιουλιανού. Γιαυτό και πιστεύουμε πως γνώμονας σε κάθε σκέψη και ενέργεια των χριστιανών πρέπει να παραμένει η Πίστη στον αναστάντα Υιό του Θεού και Κύριο ημών Ιησού Χριστό, η σταθερή προσήλωση στη μεταξύ τους αγάπη, που είναι η αγάπη του Θεού και Πατρός και ο σεβασμός στην Ιερά Παράδοση της Εκκλη σίας και ιδιαίτερα των δέκα πρώτων αιώνων, που είναι η ζωντανή και διαρκής παρουσία του Αγίου Πνεύματος.