Sonntag des Einzugs des Herrn in Jerusalem (Palmsonntag)
Περιεχόμενα κειμένου
Απόστολος Προς Φιλιππησίους (δ‘ 4-9)
Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ‘ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ‘ ὑμῶν.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Αδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ, πάντοτε! Επαναλαμβάνω, χαίρετε! Η επιείκειά σας ας γίνει γνωστή σ΄όλους τους ανθρώπους. Ο Κύριος είναι κοντά. Μη μεριμνάτε για τίποτε, αλλά για κάθε τι ας γίνωνται γνωστά τα αιτήματά σας στο Θεό με προσευχή και δέηση με ευχαριστία. Και η ειρήνη του Θεού, που ξεπερνά κάθε σκέψη, θα φρουρήσει τις καρδιές σας και τις σκέψεις σας εν Χριστώ Ιησού. Τέλος, αδελφοί, όσα είναι αληθινά, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα αγαπητά, όσα έχουν καλή φήμη, οποιαδήποτε αρετή ή έπαινος, αυτά να σκέπτεσθε. Αυτά που μάθατε και παραλάβατε και ακούσατε και είδατε σ’ εμένα, αυτά να κάνετε και ο Θεὸς της ειρήνης θα είναι μαζί σας.
Epistel (Phil 4,4-9):
Brüder, freut euch im Herrn zu jeder Zeit! Noch einmal sage ich: Freut euch! Eure Güte werde allen Menschen bekannt. Der Herr ist nahe. Sorgt euch um nichts, sondern bringt in jeder Lage betend und flehend eure Bitten mit Dank vor Gott! Und der Friede Gottes, der alles Verstehen übersteigt, wird eure Herzen und eure Gedanken in der Gemeinschaft mit Christus Jesus bewahren. Schließlich, Brüder: Was immer wahrhaft, edel, recht, was lauter, liebenswert, ansprechend ist, was Tugend heißt und lobenswert ist, darauf seid bedacht! Was ihr gelernt und angenommen, gehört und an mir gesehen habt, das tut! Und der Gott des Friedens wird mit euch sein.
Ευαγγέλιο Κατά Ιωάννην (ιβ‘ 1-18)
Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ‘ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ‘ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ‘ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι‘ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ‘ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ‘ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ‘ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ‘ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Έξι μέρες πριν απο το Πάσχα, ήρθε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου ήταν ο Λάζαρος, που είχε πεθάνει και τον ανέστησε απο τους νεκρούς. Εκεί του έκαναν δείπνο και η Μάρθα υπηρετούσε, ο δε Λάζαρος ήταν μεταξύ εκείνων που ήταν μαζί του στο τραπέζι. Η Μαρία τότε πήρε ένα λίτρο γνησίου πολυτίμου μύρου νάρδου, άλειψε τα πόδια του Ιησού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, και το σπίτι γέμισε απο τη μυρωδιά του μύρου. Λέει τότε ένας απ‘ τους μαθητές του, ο Ιούδας, ο γιὸς του Σίμωνα ο Ισκαριώτης, εκείνος που θα τον παρέδιδε, «Γιατί δεν πουλήθηκε αυτό το μύρο για τριακόσια δηνάρια και δε δόθηκε στους φτωχούς;». Αυτό το είπε όχι απο ενδιαφέρον για τους φτωχούς, αλλά διότι ήταν κλέφτης και είχε το ταμείο και αφαιρούσε εκείνα που έβαζαν μέσα. Τότε είπε ο Ιησούς, «Άφησέ την· για την ημέρα του ενταφιασμού μου το φύλαξε· τους φτωχοὺς τους έχετε πάντοτε μαζί σας, ενώ εμένα δε μ‘ έχετε πάντα. Πολλοί απο τους Ιουδαίους έμαθαν ότι είναι εκεί, και ήρθαν όχι μόνο για τον Ιησού, αλλά και για να δούν τον Λάζαρο, τον οποίο ανέστησε εκ νεκρών. Οι αρχιερείς τότε αποφάσισαν να θανατώσουν και τον Λάζαρο, που εξ αιτίας του πολλοί απ‘ τους Ιουδαίους έφευγαν και πίστευαν στον Ἰησού. Την επομένη ημέρα πολύς κόσμος που είχε έρθει στην εορτή, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν κλαδιά απο φοίνικες και βγήκαν σε προϋπάντησή του και έκραζαν, «Ωσαννά, ευλογημένος να είναι εκείνος που έρχεται στο όνομα του Κυρίου, ο βασιλιάς του Ισραήλ». Ο δε Ιησούς βρήκε ένα γαιδουράκι, και κάθησε πάνω του, όπως είναι γραμμένο, «Μή φοβάσαι, θυγατέρα Σιών, νά, ο βασιλιάς σου έρχεται καθισμένος σε πουλάρι όνου». Τα λόγια αυτά δεν τα κατάλαβαν τότε οι μαθητές του, αλλ’ όταν δοξάστηκε ο Ιησούς, τότε θυμήθηκαν ότι αυτά ήταν γραμμένα γι’ αυτόν και ότι του τα έκαναν. Ο κόσμος που ήταν μαζί του μαρτυρούσε ότι φώναξε τον Λάζαρο απ‘ το μνήμα και τον ανάστησε εκ νεκρών. Γι‘ αυτό και τον υποδέχθηκε ο κόσμος, επειδή άκουσαν ότι έκανε αυτό το θαύμα.
Evangelium (Joh 12,1-18):
Sechs Tage vor dem Paschafest kam Jesus nach Betanien, wo Lazarus war, den er von den Toten auferweckt hatte. Dort bereiteten sie ihm ein Mahl; Marta bediente, und Lazarus war unter denen, die mit Jesus bei Tisch waren. Da nahm Maria ein Pfund echtes, kostbares Nardenöl, salbte Jesus die Füße und trocknete sie mit ihrem Haar. Das Haus wurde vom Duft des Öls erfüllt. Doch einer von seinen Jüngern, Judas Iskariot, der ihn später verriet, sagte: Warum hat man dieses Öl nicht für dreihundert Denare verkauft und den Erlös den Armen gegeben? Das sagte er aber nicht, weil er ein Herz für die Armen gehabt hätte, sondern weil er ein Dieb war; er hatte nämlich die Kasse und veruntreute die Einkünfte. Jesus erwiderte: Lass sie, damit sie es für den Tag meines Begräbnisses tue. Die Armen habt ihr immer bei euch, mich aber habt ihr nicht immer bei euch. Viele Juden hatten erfahren, dass Jesus dort war, und sie kamen, jedoch nicht nur um Jesu willen, sondern auch um Lazarus zu sehen, den er von den Toten auferweckt hatte. Die Hohenpriester aber beschlossen, auch Lazarus zu töten, weil viele Juden seinetwegen hingingen und an Jesus glaubten. Am Tag darauf hörte die Volksmenge, die sich zum Fest eingefunden hatte, Jesus komme nach Jerusalem. Da nahmen sie Palmzweige, zogen hinaus, um ihn zu empfangen, und riefen: Hosanna! Gesegnet sei er, der kommt im Namen des Herrn, der König Israels! Jesus fand einen jungen Esel und setzte sich darauf – wie es in der Schrift heißt: Fürchte dich nicht, Tochter Zion! Siehe, dein König kommt; er sitzt auf dem Fohlen einer Eselin. Das alles verstanden seine Jünger zunächst nicht; als Jesus aber verherrlicht war, da wurde ihnen bewusst, dass es so über ihn in der Schrift stand und dass man so an ihm gehandelt hatte. Die Leute, die bei Jesus gewesen waren, als er Lazarus aus dem Grab rief und von den Toten auferweckte, legten Zeugnis für ihn ab. Ebendeshalb war die Menge ihm entgegen gezogen: weil sie gehört hatte, er habe dieses Zeichen getan.