Sonntag des Hl. Gregor Palamas – Zweiter Sonntag der Fastenzeit
Lesungen in der Göttlichen Liturgie (Basilius-Liturgie)
Περιεχόμενα κειμένου
Απόστολος Προς Εβραίους, 1, 10-14
Σὺ κατ’ ἀρχάς, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι. πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκέ ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; οὐχὶ πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν; Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως προσέχειν ἡμᾶς τοῖς ἀκουσθεῖσιν͵ μήποτε παραρυῶμεν. Εἰ γὰρ ὁ δι΄ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος͵ καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν͵ πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; Ἥτις͵ ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου͵ ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη.
Νεοελληνική Απόδοση
Εσύ αρχικά, Κύριε, τη γη θεμελίωσες, και έργα των χεριών σου είναι οι ουρανοί. Αυτοί θα χαθούν, εσύ όμως μένεις. Και όλοι σαν ρούχο θα παλιώσουν, και σαν μανδύας θα τους περιτυλίξεις, σαν εξωτερικό ένδυμα επίσης θα αλλαχτούν. Εσύ όμως είσαι ο ίδιος και τα έτη σου δε θα τελειώσουν. Και σε ποιον από τους αγγέλους έχει πει ποτέ: Κάθησε από τα δεξιά μου, ωσότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου. Δεν είναι όλοι οι άγγελοι υπηρεσιακά πνεύματα που αποστέλλονται για διακονία, για χάρη εκείνων που μέλλουν να κληρονομούν τη σωτηρία; Επειδή ακριβώς τόσο ασύγκριτα ανώτερος είναι ο Υιός, γι αυτό πρέπει πολύ περισσότερο να προσέχουμε σ’εκείνα, τα οποία ακούσαμε από το κήρυγμα των Αποστόλων, που είναι δικό του κήρυγμα, μήπως τυχόν ποτέ παρεκκλίνουμε απ‘ το δρόμο της σωτηρίας. Διότι εάν ο παλιός νόμος, που λέχθηκε στον Μωϋσή μέσω των αγγέλων, αποδείχθηκε έγκυρος και ισχυρός και κάθε παράβασή του και παρακοή έλαβε σαν μισθό της την δίκαίη τιμωρία, πως εμείς θα διαφύγουμε την τιμωρία, εάν παραμελήσουμε μία τόσο μεγάλη και ανεκτίμητη σωτηρία; Η σωτηρία αυτή άρχισε να διδάσκεται από τον Κύριο, παρεδόθη σε μάς ως κατά πάντα βέβαιη και αξιόπιστη από κείνους που την άκουσαν κατ‘ ευθείαν από το στόμα του Κυρίου.
Epistel (Hebr 1,10-14; 2,1-3):
Brüder, Im Anfang hast Du, Herr, der Erde Grund gelegt, die Himmel sind das Werk deiner Hände. Sie werden vergehen, du aber bleibst; sie alle veralten wie ein Gewand; du rollst sie zusammen wie einen Mantel, und wie ein Gewand werden sie gewechselt. Du aber bleibst, der du bist, und deine Jahre enden nie. Zu welchem Engel hat er jemals gesagt: Setze dich mir zur Rechten, und ich lege dir deine Feinde als Schemel unter die Füße? Sind sie nicht alle nur dienende Geister, ausgesandt, um denen zu helfen, die das Heil erben sollen? Darum müssen wir um so aufmerksamer auf das achten, was wir gehört haben, damit wir nicht vom Weg abkommen. Denn wenn schon das durch Engel verkündete Wort rechtskräftig war und jede Übertretung und jeder Ungehorsam die gerechte Vergeltung fand, wie sollen dann wir entrinnen, wenn wir uns um ein so erhabenes Heil nicht kümmern, das zuerst durch den Herrn verkündet und uns von den Ohrenzeugen bestätigt wurde?
Ευαγγέλιον, Κατά Μάρκον (β‘ 1 – 12)
Τῷ καιρῷ εκείνῳ, εἰσῆλθεν πάλιν ο Ἰησοῦς εἰς Καπερναοὺμ καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας λέγει τῷ παραλυτικῷ. Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, όταν ήρθε ο Κύριος στην Καπερναούμ, διαδόθηκε ότι βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Και αμέσως μαζεύτηκαν πολλοί, ώστε να μην τους χωράει πλέον ούτε ο χώρος μπρός στην πόρτα, και τους κήρυττε τον λόγο. Και έρχονται και του φέρουν έναν παράλυτο, τον οποίο βάσταζαν τέσσερα πρόσωπα. Και επειδή δεν μπορούσαν να πλησιάσουν εξ αιτίας του πλήθους, αφήρεσαν την στέγη, έκαναν ένα άνοιγμα και κατέβασαν το κρεββάτι, που ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτός. Όταν ο Ίησούς είδε την πίστη τους, λέει στον παραλυτικό. «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». Κάθονταν εκεί μερικοὶ απ’τους γραμματείς και σκέπτονταν μέσα τους, «Γιατί λέει αυτός βλασφημίες κατ’ αυτόν τον τρόπο; Ποιός μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μόνο ένας, ο Θεός;». Ο Ιησούς αμέσως κατάλαβε μέσα του ότι αυτά σκέπτονται και τους λέει, «Γιατί κάνετε τις σκέψεις αυτές μέσα σας; Τι είναι ευκολώτερο να πω στον παράλυτο, «Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες» ή να πώ, «Σήκω πάνω και πάρε το κρεββάτι σου και περπάτα»; Αλλά για να μάθετε ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες επί της γής» – λέει στον παραλυτικό, «Σου λέω, σήκω πάνω και πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Και σηκώθηκε αμέσως και αφού σήκωσε το κρεββάτι, βγήκε υπο τα βλέμματα όλων, ώστε να εκπλαγούν όλοι και να δοξάζουν τον Θεό και να λέουν, «Ποτέ δεν είδαμε τέτοια πράγματα».
Evangelium (Mk 2,1-12):0
In jener Zeit kam Jesus nach Kafarnaum zurück und es wurde bekannt, dass er (wieder) zu Hause war. Und es versammelten sich so viele Menschen, dass nicht einmal mehr vor der Tür Platz war; und er verkündete ihnen das Wort. Da brachte man einen Gelähmten zu ihm; er wurde von vier Männern getragen. Weil sie ihn aber wegen der vielen Leute nicht bis zu Jesus bringen konnten, deckten sie dort, wo Jesus war, das Dach ab, schlugen (die Decke) durch und ließen den Gelähmten auf seiner Tragbahre durch die Öffnung hinab. Als Jesus ihren Glauben sah, sagte er zu dem Gelähmten: Mein Sohn, deine Sünden sind vergeben! Einige Schriftgelehrte aber, die dort saßen, dachten im stillen: Wie kann dieser Mensch so reden? Er lästert Gott. Wer kann Sünden vergeben außer dem einen Gott? Jesus erkannte sofort, was sie dachten, und sagte zu ihnen: Was für Gedanken habt ihr im Herzen? Ist es leichter, zu dem Gelähmten zu sagen: Deine Sünden sind dir vergeben!, oder zu sagen: Steh auf, nimm deine Tragbahre, und geh umher? Ihr sollt aber erkennen, dass der Menschensohn die Vollmacht hat, hier auf der Erde Sünden zu vergeben. Und er sagte zu dem Gelähmten: Ich sage dir: Steh auf, nimm deine Tragbahre, und geh nach Hause! Der Mann stand sofort auf, nahm seine Tragbahre und ging vor aller Augen weg. Da gerieten alle außer sich; sie priesen Gott und sagten: So etwas haben wir noch nie gesehen.