Lesungen in der Göttlichen Liturgie
Περιεχόμενα κειμένου
Απόστολος, Προς Κορινθίους Β‘ (στ‘ 16 – ζ’1)
Ἀδελφοί, τίς συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; Ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. Διὸ ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. Ταῦτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Αδελφοί, μπορεί να υπάρχει σχέση μεταξὺ του ναού του Θεού και των ειδώλων; Διότι εσείς είστε ναὸς του ζωντανού Θεού, όπως είπε ο Θεός, θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω ανάμεσά τους και θα είμαι ο Θεός τους και αυτοί θα είναι ο λαός μου. Γι‘ αυτό φύγετε απο κοντά τους καὶ χωριστείτε, λέει ο Κύριος, μη εγγίζετε ακάθαρτο και γώ θὰ σας δεχτώ, και θα είμαι Πατέρας σας καὶ σείς θα είστε γιοί μου και θυγατέρες, λέει ο Παντοκράτωρ Κύριος. Επειδὴ λοιπόν έχουμε αυτές τις υποσχέσεις, αγαπητοί, ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας απο κάθε μολυσμό σάρκας καὶ πνεύματος, τελειοποιούμενοι στην αγιωσύνη με φόβο Θεού.
Epistel (2 Kor 6,16-18; 7,1):
Brüder, wie verträgt sich der Tempel Gottes mit Götzenbildern? Wir sind doch der Tempel des lebendigen Gottes; denn Gott hat gesprochen: Ich will unter ihnen wohnen und mit ihnen gehen. Ich werde ihr Gott sein, und sie werden mein Volk sein. Zieht darum weg aus ihrer Mitte, und sondert euch ab, spricht der Herr, und fasst nichts Unreines an. Dann will ich euch aufnehmen und euer Vater sein, und ihr sollt meine Söhne und Töchter sein, spricht der Herr, der Herrscher über die ganze Schöpfung. Das sind die Verheißungen, die wir haben, liebe Brüder. Reinigen wir uns also von aller Unreinheit des Leibes und des Geistes, und streben wir in Gottesfurcht nach vollkommener Heiligung.
Ευαγγέλιο, Κατά Ματθαίον (ιε‘ 21 – 28)
Τῷ καιρῷ εκείνω, ἀνεχώρησεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυίδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. Ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, αναχώρησε ο Ιησούς στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνας. Μία γυναίκα Χαναναία απο την περιοχή εκείνη βγήκε και φώναζε, «Ελέησέ με, Κύριε, γιὲ του Δαυΐδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Αυτός όμως δεν απάντησε ούτε λέξη. Και ήρθαν οι μαθητές του και του έλεγαν, «Διώξε την, γιατί φωνάζει πίσω μας». Αυτός απάντησε, «Δεν είμαι σταλμένος παρά για τα χαμένα πρόβατα της γενιάς του Ισραήλ». Αυτή τον πλησίασε, τον προσκυνούσε και έλεγε, «Κύριε, βοήθησέ με». Εκείνος της είπε, «Δεν είναι σωστό να πάρω το ψωμὶ των παιδιών και να το ρίξω στα σκυλιά». Αυτή δε είπε, «Ναί, Κύριε, αλλά και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα, που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Ιησούς της είπε, «Ώ γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστη σου· ας γίνει όπως θέλεις». Και θεραπεύθηκε η θυγατέρα της από την ώρα εκείνη.
Evangelium (Mt 15, 21-28):
In jener Zeit zog sich Jesus in das Gebiet von Tyrus und Sidon zurück. Da kam eine kanaanäische Frau aus jener Gegend zu ihm und rief: Hab Erbarmen mit mir, Herr, du Sohn Davids! Meine Tochter wird von einem Dämon gequält. Jesus aber gab ihr keine Antwort. Da traten seine Jünger zu ihm und baten: Befrei sie (von ihrer Sorge), denn sie schreit hinter uns her. Er antwortete: Ich bin nur zu den verlorenen Schafen des Hauses Israel gesandt. Doch die Frau kam, fiel vor ihm nieder und sagte: Herr, hilf mir! Er erwiderte: Es ist nicht recht, das Brot den Kindern wegzunehmen und den Hunden vorzuwerfen. Da entgegnete sie: Ja, du hast recht, Herr! Aber selbst die Hunde bekommen von den Brotresten, die vom Tisch ihrer Herren fallen. Darauf antwortete ihr Jesus: Frau, dein Glaube ist groß. Was du willst, soll geschehen. Und von dieser Stunde an war ihre Tochter geheilt.