Sonntag der salbentragenden Frauen und Joseph von Arimathäa
Περιεχόμενα κειμένου
Απόστολος, Πράξεις Αποστόλων (στ‘ 1-7)
Πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Καθώς οι μαθητές πληθύνονταν, άρχισαν παράπονα των Ελληνιστών κατά των Εβραίων, διότι παραμελούνταν οι χήρες τους στην καθημερινή διανομή. Τότε οι δώδεκα προσκάλεσαν όλο το σώμα των μαθητών και είπαν, «Δεν είναι σωστό ν‘ αφήσουμε εμείς το λόγο του Θεού και να υπηρετούμε σε τραπέζια. Αναζητήστε λοιπόν, αδελφοί, επτά άνδρες μεταξύ σας που να χαίρουν καλής φήμης, γεμάτους από Άγιο Πνεύμα και σοφία, τους οποίους θα τοποθετήσουμε στο έργο αυτό, εμείς θα αφοσιωθούμε στην προσευχή και στην υπηρεσία του λόγου». Αυτά που είπαν, άρεσαν σ’ όλους και διάλεξαν τον Στέφανο, άνδρα γεμάτο πίστη και Πνεύμα Άγιο, και τον Φίλιππο, τον Πρόχορο, τον Νικάνορα, τον Τίμωνα, τον Παρμενά και τον Νικόλαο, ο οποίος ήταν προσήλυτος απ‘ την Αντιόχεια. Αυτούς έφεραν ενώπιον των αποστόλων οι οποίοι προσευχήθηκαν και έθεσαν επάνω τους τα χέρια. Και ο λόγος του Θεού διεδίδετο, ο αριθμός των μαθητών στην Ιερουσαλήμ αυξανόταν δυναμικά και πολλοί απ‘ τους Ιουδαίους ακολουθούσαν την πίστη.
Epistel (Apg 6,1-7):
In diesen Tagen, als die Zahl der Jünger zunahm, begehrten die Hellenisten gegen die Hebräer auf, weil ihre Witwen bei der täglichen Versorgung übersehen wurden. Da riefen die Zwölf die ganze Schar der Jünger zusammen und erklärten: Es ist nicht recht, dass wir das Wort Gottes vernachlässigen und uns dem Dienst an den Tischen widmen. Brüder, wählt aus eurer Mitte sieben Männer von gutem Ruf und voll Geist und Weisheit; ihnen werden wir diese Aufgabe übertragen. Wir aber wollen beim Gebet und beim Dienst am Wort bleiben. Der Vorschlag fand den Beifall der ganzen Gemeinde, und sie wählten Stephanus, einen Mann, erfüllt vom Glauben und vom Heiligen Geist, ferner Philippus und Prochorus, Nikanor und Timon, Parmenas und Nikolaus, einen Proselyten aus Antiochia. Sie ließen sie vor die Apostel hintreten, und diese beteten und legten ihnen die Hände auf. Und das Wort Gottes breitete sich aus, und die Zahl der Jünger in Jerusalem wurde immer größer; auch eine große Anzahl von den Priestern nahm gehorsam den Glauben an.
Ευαγγέλιο,Κατά Μάρκον (ιε‘ 43 – ισt‘ 8)
Εν ταις ημέραις ἐκείναις, ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Τις ημέρες εςκείνες, ήρθε ο Ιωσήφ, ο από Αριμαθαίας, ο οποίος ήταν σημαίνων βουλευτής που περίμενε και αυτός τη βασιλεία του Θεού. Αυτός τόλμησε και ήρθε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος εξεπλάγη όταν άκουσε ότι είχε ήδη πεθάνει. Και κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε εάν είχε πεθάνει. Και όταν πληροφορήθηκε απ‘ τον εκατόνταρχο, δώρησε το σώμα στον Ιωσήφ. Αυτός αγόρασε σεντόνι και τον κατέβασε, τον τύλιξε με το σεντόνι και τον έθεσε σε μνήμα, που ήταν λαξευμένο σε βράχο και κύλισε ένα λίθο στην πόρτα του μνήματος. Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσή παρατηρούσαν που τον βάζουν. Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα για να έλθουν να τον αλείψουν. Πολύ πρωΐ, την πρώτη ημέρα της εβδομάδος, έρχονται στο μνήμα, αφού είχε ανατείλει ο ήλιος, και έλεγαν μεταξύ τους, «Ποιός θα μας κυλίσει το λίθο απ‘ την πόρτα του μνημείου;». Και όταν σήκωσαν τα μάτια τους, βλέπουν ότι ο λίθος είχε κυλισθή. Ηταν πάρα πολύ μεγάλος. Και όταν μπήκαν στο μνήμα, είδαν έναν νέο με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά και κατελήφθηκαν από φόβο. Αυτός είπε σ αυτές, «Μή τρομάζετε. Τον Ιησού ζητάτε το Ναζαρηνό τον σταυρωμένο; Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ. Να ο τόπος όπου τον έβαλαν. Αλλά πηγαίνετε και πέστε στους μαθητές του και στον Πέτρο, «Πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία, εκεί θα τον δείτε, όπως σας είπε». Βγήκαν και έφυγαν απ‘ το μνημείο διότι τις κατείχε τρόμος και έκπληξη και σε κανένα δεν είπαν τίποτε, διότι φοβούνταν.
Evangelium (Mk 15, 43-47; 16, 1-8)
Da es Rüsttag war, der Tag vor dem Sabbat, und es schon Abend wurde, ging Josef von Arimathäa, ein vornehmer Ratsherr, der auch auf das Reich Gottes wartete, zu Pilatus und wagte es, um den Leichnam Jesu zu bitten. Pilatus war überrascht, als er hörte, dass Jesus schon tot sei. Er ließ den Hauptmann kommen und fragte ihn, ob Jesus bereits gestorben sei. Als der Hauptmann ihm das bestätigte, überließ er Josef den Leichnam. Josef kaufte ein Leinentuch, nahm Jesus vom Kreuz, wickelte ihn in das Tuch und legte ihn in ein Grab, das in einen Felsen gehauen war. Dann wälzte er einen Stein vor den Eingang des Grabes. Maria aus Magdala aber und Maria, die Mutter des Joses, beobachteten, wohin der Leichnam gelegt wurde. Als der Sabbat vorüber war, kauften Maria aus Magdala, Maria, die Mutter des Jakobus, und Salome wohlriechende Öle, um damit zum Grab zu gehen und Jesus zu salben. Am ersten Tag der Woche kamen sie in aller Frühe zum Grab, als eben die Sonne aufging. Sie sagten zueinander: Wer könnte uns den Stein vom Eingang des Grabes wegwälzen? Doch als sie hinblickten, sahen sie, dass der Stein schon weggewälzt war; er war sehr groß. Sie gingen in das Grab hinein und sahen auf der rechten Seite einen jungen Mann sitzen, der mit einem weißen Gewand bekleidet war; da erschraken sie sehr. Er aber sagte zu ihnen: Erschreckt nicht! Ihr sucht Jesus von Nazaret, den Gekreuzigten. Er ist auferstanden; er ist nicht hier. Seht, da ist die Stelle, wo man ihn hingelegt hatte. Nun aber geht und sagt seinen Jüngern, vor allem Petrus: Er geht euch voraus nach Galiläa; dort werdet ihr ihn sehen, wie er es euch gesagt hat. Da verließen sie das Grab und flohen; denn Schrecken und Entsetzen hatte sie gepackt. Und sie sagten niemand etwas davon; denn sie fürchteten sich.