23. Januar 2022, Κυριακή 14η Λουκά

14.Sonntag der Evangelienlesungen nach Lukas

Lesungen in der Göttlichen Liturgie

Απόστολος, Προς Τιμόθεον Α΄ (α΄ 15 – 17)

Τέκνον Τιμόθεε, πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ· ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ‘ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:

Παιδί μου Τιμόθεε, είναι αξιόπιστα και άξια πλήρους αποδοχής τα λόγια αυτά, ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώση αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ. Αλλά γι‘ αυτό ελεήθηκα, για να δείξη ο Ιησούς Χριστός όλη τη μακροθυμία του πρώτα σ’ εμένα, και να χρησιμεύσω ως πρότυπο σ‘ εκείνους που μελλοντικά θα πιστέψουν σ‘ αυτόν για να αποκτήσουν την αιώνια ζωή. Στὸν Βασιλιά των αιώνων, τον άφθαρτο, τον αόρατο, τον μόνο σοφό Θεό, ας είναι τιμή και δόξα στους αιώνες των αιώνων· αμήν.

Epistel (1 Tim 1, 15-17):

Mein Sohn Timotheus, das Wort ist glaubwürdig und wert, dass man es beherzigt: Christus Jesus ist in die Welt gekommen, um die Sünder zu retten. Von ihnen bin ich der erste. Aber ich habe Erbarmen gefunden, damit Christus Jesus an mir als erstem seine ganze Langmut beweisen konnte, zum Vorbild für alle, die in Zukunft an ihn glauben, um das ewige Leben zu erlangen. Dem König der Ewigkeit, dem unvergänglichen, unsichtbaren, einzigen Gott, sei Ehre und Herrlichkeit in alle Ewigkeit. Amen.


Ευαγγέλιο, Κατά Λουκάν (ιη΄ 35 – 43)

Κυριακή 14η Λουκά

Τῷ καιρῷ εκείνω, εγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν Ἰησοῦν εἰς Ἱεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με· καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με. Σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. Εγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:

Τον καιρό εκείνο, καθώς πλησίαζε ο Ιησούς στὴν Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν κοντά στο δρόμο και ζητιάνευε. Όταν άκουσε να περνά πολύς κόσμος, ρώτησε τί συμβαίνει. Του είπαν, ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος διαβαίνει. Τότε φώναξε, «Ιησού, γιέ του Δαυΐδ, ελέησέ με». Εκείνοι που προηγούνταν, τον επέπλητταν για να σιωπήση· αλλὰ αυτός φώναζε πολύ περισσότερο, «Γιέ του Δαυΐδ, ελέησέ με». Ὁ Ιησούς σταμάτησε και διέταξε να τον φέρουν. Όταν αυτός πλησίασε, τον ρώτησε, «Τί θέλεις να σου κάνω;». Εκείνος είπε, «Κύριε, θέλω να ξαναδώ». Ο Ιησούς του είπε, «Ξαναδές· η πίστη σου σε έσωσε». Και αμέσως απέκτησε το φώς του και τον ακολουθούσε δοξάζωντας το Θεό. Και όλος ο λαός, όταν το είδε, δόξασε τον Θεό.

Evangelium (Lk 18,35-43):

In jener Zeit, als Jesus in die Nähe von Jericho kam, saß ein Blinder an der Straße und bettelte. Er hörte, dass viele Menschen vorbeigingen, und fragte: Was hat das zu bedeuten? Man sagte ihm: Jesus von Nazaret geht vorüber. Da rief er: Jesus, Sohn Davids, hab Erbarmen mit mir! Die Leute, die vorausgingen, wurden ärgerlich und befahlen ihm zu schweigen. Er aber schrie noch viel lauter: Sohn Davids, hab Erbarmen mit mir! Jesus blieb stehen und ließ ihn zu sich herführen. Als der Mann vor ihm stand, fragte ihn Jesus: Was soll ich dir tun? Er antwortete: Herr, ich möchte wieder sehen können. Da sagte Jesus zu ihm: Du sollst wieder sehen. Dein Glaube hat dir geholfen. Im gleichen Augenblick konnte er wieder sehen. Da pries er Gott und folgte Jesus. Und alle Leute, die das gesehen hatten, lobten Gott.