Lesungen in der Göttlichen Liturgie:
Περιεχόμενα κειμένου
Απόστολος, Προς Κορινθίους Α΄ (στ΄12-20)
Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. Τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; Ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο. Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; Ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. Φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; Ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Αδελφοί, όλα μου επιτρέπονται αλλὰ δε συμφέρουν όλα. Όλα μου επιτρέπονται αλλά εγώ δε θα αφήσω τον εαυτό μου να ἐξουσιαστή από τίποτε. Τα φαγητά είναι για την κοιλιά, και η κοιλιά για τα φαγητά· ο Θεός θα καταργήση και αυτήν και εκείνα. Αλλά το σώμα δεν είναι για την πορνεία· είναι για τον Κύριο και ο Κύριος για το σώμα. Ο δέ Θεὸς και τον Κύριο ανέστησε και μας θα αναστήση με τη δύναμή του. Δεν ξέρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Χριστού; Να πάρω λοιπόν τα μέλη του Χριστού και να τα κάνω μέλη πόρνης; Μή γένοιτο. Δὲν ξέρετε ότι εκείνος που προσκολλάται στην πόρνη είναι ένα σώμα μ‘ αυτήν; Διότι θα γίνουν, λέει, οι δύο μία σάρκα. Εκείνος όμως που προσκολλάται στον Κύριο είναι ένα πνεύμα μ‘ αυτόν. Αποφεύγετε την πορνεία. Κάθε άλλο αμάρτημα που κάνει ο άνθρωπος είναι έξω απ‘ το σώμα, εκείνος όμως που πορνεύει, αμαρτάνει στο ίδιο του το σώμα. Η δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναὸς του Αγίου Πνεύματος που είναι μέσα σας, και το οποίο έχετε απο το Θεό και δεν ανήκετε στοὺς εαυτούς σας; Έχετε αγορασθεί αντί τιμήματος. Δοξάσετε λοιπόν το Θεό με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, που ανήκουν στο Θεό.
Epistel (1 Kor 6, 12-20):
Brüder, «Alles ist mir erlaubt» – aber nicht alles nützt mir. Alles ist mir erlaubt, aber nichts soll Macht haben über mich. Die Speisen sind für den Bauch da und der Bauch für die Speisen; Gott wird beide vernichten. Der Leib ist aber nicht für die Unzucht da, sondern für den Herrn, und der Herr für den Leib. Gott hat den Herrn auferweckt; er wird durch seine Macht auch uns auferwecken. Wisst ihr nicht, dass eure Leiber Glieder Christi sind? Darf ich nun die Glieder Christi nehmen und zu Gliedern einer Dirne machen? Auf keinen Fall! Oder wisst ihr nicht: Wer sich an eine Dirne bindet, ist ein Leib mit ihr? Denn es heißt: Die zwei werden ein Fleisch sein. Wer sich dagegen an den Herrn bindet, ist ein Geist mit ihm. Hütet euch vor der Unzucht! Jede andere Sünde, die der Mensch tut, bleibt außerhalb des Leibes. Wer aber Unzucht treibt, versündigt sich gegen den eigenen Leib. Oder wisst ihr nicht, dass euer Leib ein Tempel des Heiligen Geistes ist, der in euch wohnt und den ihr von Gott habt? Ihr gehört nicht euch selbst; denn um einen teuren Preis seid ihr erkauft worden. Verherrlicht also Gott in eurem Leib!
Ευαγγέλιο, Κατά Λουκάν (ιε΄ 11-32)
Εἶπεν ὁ Κύριος την παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. Ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. Ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Είπε ο Κύριος την εξής παραβολή: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιούς. Και ο νεώτερος απ’ αυτούς είπε στόν πατέρα του, «Πατέρα, δός μου το μερίδιο της περιουσίας που αναλογεί σ’ εμένα». Και μοίρασε σ‘ αυτούς την περιουσία. Ύστερα απο λίγες μέρες ο νεώτερος γιός μάζεψε όλα και ταξίδεψε σε μακρινή χώρα και εκεί σπατάλησε την περιουσία του ζώντας βίο άσωτο. Όταν ξώδεψε ό,τι είχε, έγινε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη και αυτός άρχισε να στερήται. Και πήγε και προσκολλήθηκε σ‘ έναν απ‘ τους πολίτες της χώρας εκείνης ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκη χοίρους. Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του απο τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι και κανείς δεν του έδινε τίποτε. Τότε συνήλθε και είπε, «Πόσοι μισθωτοί εργάτες του πατέρα μου έχουν αρκετή τροφή και τους περισσεύει, ενώ εγώ χάνομαι απ‘ την πείνα! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πώ, Πατέρα αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα, δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιός σου. Κάνε με σαν ένα απ‘ τους δούλους σου». Και σηκώθηκε και ήρθε στον πατέρα του. Ενώ ήταν ακόμη μακρυά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαγχνίσθηκε και έτρεξε και έπεσε στον τράχηλόν του και τον καταφίλησε. Του είπε δε ο γιός, «Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιός σου». Αλλ’ ο πατέρας είπε στους δούλους του, «Βγάλετε τη στολὴ την πρώτη και ντύστε τον καὶ δώστε του δακτυλίδι στὸ δάκτυλό του και υποδήματα στα πόδια του, και φέρετε το θρεμμένο μοσχάρι και σφάξτε το και ας φάμε και ας ευφρανθούμε γιατί ο γιός μου αυτός ήταν νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε». Και άρχισαν να ευφραίνονται. Ο γιός του όμως ο μεγαλύτερος ήταν στο χωράφι και όταν επέστρεφε, καθὼς πλησίασε στο σπίτι, άκουσε μουσική και χορούς. Κάλεσε τότε ένα απ‘ τους υπηρέτες και ρώτησε τί σήμαιναν αυτά. Εκείνος του είπε, «Ήρθε ο αδελφός σου, και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι, διότι τον απέκτησε πάλι υγιή». Αυτός όμως θύμωσε και δέν ήθελε να μπεί. Ο πατέρας του βγήκε έξω και τον παρακαλούσε, αλλ’ αυτός αποκρίθηκε στον πατέρα του, «Τόσα χρόνια σου δουλεύω και ποτέ δεν παρέβηκα εντολή σου, σ’ εμένα όμως ποτέ δεν έδωσες ούτε ένα κατσίκι, για να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε ο γιός σου αυτός, που κατέφαγε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το θρεμμένο μοσχάρι». Ο πατέρας του είπε, «Παιδί μου, εσυ είσαι πάντοτε μαζί μου και ό,τι έχω είναι δικό σου. Έπρεπε να ευφρανθούμε και να χαρούμε διότι ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ανέζησε· χαμένος ήταν και βρέθηκε».
Evangelium (Lk 15,11-32):
Der Herr sagte dieses Gleichnis: Ein Mann hatte zwei Söhne. Der jüngere von ihnen sagte zu seinem Vater: Vater, gib mir das Erbteil, das mir zusteht. Da teilte der Vater das Vermögen auf. Nach wenigen Tagen packte der jüngere Sohn alles zusammen und zog in ein fernes Land. Dort führte er ein zügelloses Leben und verschleuderte sein Vermögen. Als er alles durchgebracht hatte, kam eine große Hungersnot über das Land, und es ging ihm sehr schlecht. Da ging er zu einem Bürger des Landes und drängte sich ihm auf; der schickte ihn aufs Feld zum Schweinehüten. Er hätte gern seinen Hunger mit den Futterschoten gestillt, die die Schweine fraßen; aber niemand gab ihm davon. Da ging er in sich und sagte: Wie viele Tagelöhner meines Vaters haben mehr als genug zu essen, und ich komme hier vor Hunger um. Ich will aufbrechen und zu meinem Vater gehen und zu ihm sagen: Vater, ich habe mich gegen den Himmel und gegen dich versündigt. Ich bin nicht mehr wert, dein Sohn zu sein; mach mich zu einem deiner Tagelöhner. Dann brach er auf und ging zu seinem Vater. Der Vater sah ihn schon von weitem kommen, und er hatte Mitleid mit ihm. Er lief dem Sohn entgegen, fiel ihm um den Hals und küsste ihn. Da sagte der Sohn: Vater, ich habe mich gegen den Himmel und gegen dich versündigt; ich bin nicht mehr wert, dein Sohn zu sein. Der Vater aber sagte zu seinen Knechten: Holt schnell das beste Gewand, und zieht es ihm an, steckt ihm einen Ring an die Hand, und zieht ihm Schuhe an. Bringt das Mastkalb her, und schlachtet es; wir wollen essen und fröhlich sein. Denn mein Sohn war tot und lebt wieder; er war verloren und ist wiedergefunden worden. Und sie begannen, ein fröhliches Fest zu feiern. Sein älterer Sohn war unterdessen auf dem Feld. Als er heimging und in die Nähe des Hauses kam, hörte er Musik und Tanz. Da rief er einen der Knechte und fragte, was das bedeuten solle. Der Knecht antwortete: Dein Bruder ist gekommen, und dein Vater hat das Mastkalb schlachten lassen, weil er ihn heil und gesund wiederbekommen hat. Da wurde er zornig und wollte nicht hineingehen. Sein Vater aber kam heraus und redete ihm gut zu. Doch er erwiderte dem Vater: So viele Jahre schon diene ich dir, und nie habe ich gegen deinen Willen gehandelt; mir aber hast du nie auch nur einen Ziegenbock geschenkt, damit ich mit meinen Freunden ein Fest feiern konnte. Kaum aber ist der hier gekommen, dein Sohn, der dein Vermögen mit Dirnen durchgebracht hat, da hast du für ihn das Mastkalb geschlachtet. Der Vater antwortete ihm: Mein Kind, du bist immer bei mir, und alles, was mein ist, ist auch dein. Aber jetzt müssen wir uns doch freuen und ein Fest feiern; denn dein Bruder war tot und lebt wieder; er war verloren und ist wiedergefunden worden.