Sonntag der Kreuzverehrung (Dritter Sonntag der Fastenzeit)
Lesungen in der Göttlichen Liturgie (Basilius-Liturgie)
Περιεχόμενα κειμένου
Προς Εβραίους (δ‘, 14 – ε‘, 6)
Ἀδελφοί, Ἔχοντες ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. Οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ‘ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. Προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν. Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. Καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών. Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ‘ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε· καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Αδελφοί, αφού έχουμε αρχιερέα μέγα, ο οποίος έχει διέλθει τους ουρανούς, τον Ιησού τον Υιό του Θεού, ας κρατούμε σταθερή την πίστη που ομολογούμε. Διότι δεν έχουμε αρχιερέα, που να μη μπορεί να συμπαθήσει τις αδυναμίες μας, αλλά έχουμε έναν που έχει δοκιμασθεί καθ’ όλα, σύμφωνα με την ομοιότητά του μ’ εμάς, χωρίς να αμαρτήσει. Ας προσερχόμαστε λοιπόν με πεποίθηση ενώπιον του θρόνου της χάρης, για να λάβουμε έλεος και να βρούμε χάρη όταν θα έχουμε ανάγκη για βοήθεια. Διότι κάθε αρχιερέας λαμβάνεται από ανθρώπους καὶ εγκαθίσταται αρχιερέας χάρη των ανθρώπων, για να υπηρετεί ενώπιον του Θεού, για να προσφέρει δώρα και θυσίες για τις αμαρτίες. Μπορεί να είναι υπομονετικός σ‘ εκείνους που βρίσκονται σε άγνοια και πλάνη, διότι και αυτός περιβάλλεται απο αδυναμία, λόγω της οποίας είναι υποχρεωμένος να προσφέρει θυσίες περι αμαρτιών και για τον εαυτό του όπως κάνει για το λαό. Και κανείς δεν παίρνει μόνος του την τιμὴ αυτή, αλλά μόνο όταν καλείται απ‘ τον Θεό, όπως ακριβώς και ο Ααρών. Έτσι και ο Χριστός, δεν πήρε μόνος για τον εαυτό του την δόξα να γίνει αρχιερέας, αλλ’ έγινε αρχιερέας απο κείνον που του είπε, Υιός μου είσαι σύ, εγώ σήμερα σε γέννησα, όπως και σε άλλο μέρος λέει, Σύ είσαι αιώνιος ιερέας κατά την τάξη του Μελχισεδέκ.
Epistel (Hebr 4, 14-18; 5,1-6):
Brüder, da wir nun einen erhabenen Hohenpriester haben, der die Himmel durchschritten hat, Jesus, den Sohn Gottes, lasst uns an dem Bekenntnis festhalten. Wir haben ja nicht einen Hohenpriester, der nicht mitfühlen könnte mit unserer Schwäche, sondern einen, der in allem wie wir in Versuchung geführt worden ist, aber nicht gesündigt hat. Lasst uns also voll Zuversicht hingehen zum Thron der Gnade, damit wir Erbarmen und Gnade finden und so Hilfe erlangen zur rechten Zeit. Denn jeder Hohepriester wird aus den Menschen ausgewählt und für die Menschen eingesetzt zum Dienst vor Gott, um Gaben und Opfer für die Sünden darzubringen. Er ist fähig, für die Unwissenden und Irrenden Verständnis aufzubringen, da auch er der Schwachheit unterworfen ist; deshalb muss er für sich selbst ebenso wie für das Volk Sündopfer darbringen. Und keiner nimmt sich eigenmächtig diese Würde, sondern er wird von Gott berufen, so wie Aaron. So hat auch Christus sich nicht selbst die Würde eines Hohenpriesters verliehen, sondern der, der zu ihm gesprochen hat: Mein Sohn bist du. Heute habe ich dich gezeugt, wie er auch an anderer Stelle sagt: Du bist Priester auf ewig nach der Ordnung Melchisedeks.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Κατά Μάρκον (η‘ 34 – θ‘ 1)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, αφού κάλεσε ο Ιησούς το πλήθος μαζί με τους μαθητές του τους είπε, «Άν κανεὶς θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ἀκολουθήσει. Όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, αυτός θα την χάσει, εκείνος όμως που θα χάσει τη ζωή του εξ αιτίας μου και του ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει. Διότι τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο να κερδίσει τον κόσμο όλον και να ζημιωθεί στην ψυχή του; Ή τί αντάλλαγμα είναι δυνατό να δώσει ο άνθρωπος για την ψυχή του; Όποιος ντρέπεται για μὲνα και για τους λόγους μου στη γενεά αυτή τη μοιχαλίδα και αμαρτωλή και ο Υιός του ανθρώπου θα αισθανθεί ντροπή γι’ αυτόν, όταν έρθει μ‘ όλη τη δόξα του Πατέρα του μαζί με τους αγίους αγγέλους». Και τους έλεγε «Αλήθεια σας λέω, ότι υπάρχουν μερικοί απ‘ όσους στέκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν θάνατο, έως δούν τη βασιλεία του Θεού να έρχεται με δύναμη».
Evangelium (Mk 8,34-38; 9,1):
Der Herr sagte: Wer mein Jünger sein will, der verleugne sich selbst, nehme sein Kreuz auf sich und folge mir nach. Denn wer sein Leben retten will, wird es verlieren; wer aber sein Leben um meinetwillen und um des Evangeliums willen verliert, wird es retten. Was nützt es einem Menschen, wenn er die ganze Welt gewinnt, dabei aber sein Leben einbüßt? Um welchen Preis könnte ein Mensch sein Leben zurückkaufen? Denn wer sich vor dieser treulosen und sündigen Generation meiner und meiner Worte schämt, dessen wird sich auch der Menschensohn schämen, wenn er mit den heiligen Engeln in der Hoheit seines Vaters kommt. Und er sagte zu ihnen: Amen, ich sage euch: Von denen, die hier stehen, werden einige den Tod nicht erleiden, bis sie gesehen haben, dass das Reich Gottes in (seiner ganzen) Macht gekommen ist.