Τέταρτη Κυριακή των Νηστειών - Οσίου Ιωάννου της Κλίμακος

14 April 2024 Τέταρτη Κυριακή των Νηστειών Οσίου Ιωάννου της Κλίμακος

14 April 2024 Τέταρτη Κυριακή των Νηστειών Οσίου Ιωάννου της Κλίμακος

Sonntag des hl. Johannes Klimakos (Vierter Sonntag der Fastenzeit)

Lesungen in der Göttlichen Liturgie (Basilius-Liturgie)

Απόστολος: Προς Εβραίους (στ‘ 13-20)

Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ‘ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ‘ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

Απόδοση στη νεοελληνική:

Αδελφοί, όταν ο Θεός έδωσε υπόσχεση στον Αβραάμ, ορκίστηκε στον εαυτό του, αφού δεν είχε άλλον μεγαλύτερο στον οποίο να ορκιστεί, και είπε, Αλήθεια, θα σε υπερευλογήσω και θα σε υπερπληθύνω, και έτσι ο Αβραάμ, με την υπομονή του, έλαβε την υπόσχεση. Οι άνθρωποι ορκίζονται σε κάποιον που είναι μεγαλύτερος και ο όρκος θέτει γι’ αυτούς τέρμα σε κάθε αμφισβήτηση και δίνει επιβεβαίωση. Έτσι και όταν ο Θεός ήθελε να δείξει σαφέστερα στους κληρονόμους της υπόσχεσης το αμετάβλητο της απόφασης του, την εγγυήθηκε με όρκο, ώστε, δια δύο πραγμάτων αμετάβλητων για τα οποία είναι αδύνατο να αποδειχθεί ο Θεός ψεύτης, εμείς, που καταφύγαμε σ‘ αυτόν, να έχουμε μεγάλη ενθάρρυνση να κρατήσουμε σφιχτά την ελπίδα που είναι ενώπιόν μας. Την ελπίδα αυτή την έχουμε σαν άγκυρα της ψυχής, ασφαλή και βέβαια, η οποία μπαίνει μέσα, πίσω απο το καταπέτασμα, όπου μπήκε για χάρη μας ο Ιησούς, αφού έγινε αρχιέρεας, αιώνιος κατά την τάξη Μελχισεδέκ.
Epistel (Hebr 6,13-20): Brüder, als Gott dem Abraham die Verheißung gab, schwor er bei sich selbst, da er bei keinem Höheren schwören konnte, und sprach: Fürwahr, ich will dir Segen schenken in Fülle und deine Nachkommen überaus zahlreich machen. So erlangte Abraham durch seine Ausdauer das Verheißene. Menschen nämlich schwören bei dem Höheren; der Eid dient ihnen zur Bekräftigung und schließt jeden weiteren Einwand aus; deshalb hat Gott, weil er den Erben der Verheißung ausdrücklich zeigen wollte, wie unabänderlich sein Entschluss ist, sich mit einem Eid verbürgt. So sollten wir durch zwei unwiderrufliche Taten, bei denen Gott unmöglich täuschen konnte, einen kräftigen Ansporn haben, wir, die wir unsere Zuflucht dazu genommen haben, die dargebotene Hoffnung zu ergreifen. In ihr haben wir einen sicheren und festen Anker der Seele, der hineinreicht in das Innere hinter dem Vorhang; dorthin ist Jesus für uns als unser Vorläufer hineingegangen, er, der nach der Ordnung Melchisedeks Hoherpriester ist auf ewig.


Ευαγγέλιο Κατά Μάρκον (θ‘ 17-31)

Τέταρτη Κυριακή των Νηστειών - Οσίου Ιωάννου της Κλίμακος

Εν ταῖς ημέραις ἐκεῖναις, ἄνθρωπός τις ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν τῷ Ιησοῦ· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

Απόδοση στη νεοελληνική:

Τις ημέρες εκείνες, κάποιος απ‘ το πλήθος είπε στον Ιησού «Διδάσκαλε σου έφερα τον γιό μου, που έχει πνεύμα άλαλο. Όταν τον πιάσει, τον ρίχνει κάτω και αφρίζει και τρίζει τα δόντια και γίνεται ξερός. Και είπα στους μαθητές σου να το βγάλουν αλλά δεν μπόρεσαν». Αυτός αποκρίθηκε, «Ώ γενεά άπιστη, έως πότε θα είμαι μαζί σας, ως πότε θα σας ανέχομαι; Φέρετέ τον σ’ εμένα». Και του τον έφεραν. Και μόλις το πνεύμα τον είδε, αμέσως τον συντάραξε και έπεσε στη γή και κυλιότανε και άφριζε. Και ρώτησε τον πατέρα του, «Πόσος καιρός είναι απο τότε που συνέβη αυτό;». Αυτός είπε, «από παιδικής ηλικίας. Πολλές φορές και στη φωτιά τον έριξε και στα νερά, για να τον εξολοθρεύσει. Αλλ’ άν μπορείς να κάνεις τίποτε βοήθησέ μας, σπλαγχνίσου μας». Ο Ιησούς του είπε, «Άν μπορείς να πιστέψεις όλα είναι δυνατά σ΄ εκείνον που πιστεύει». Τότε φώναξε αμέσως ο πατέρας του παιδιού και με δάκρυα είπε, «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Όταν ο Ιησούς είδε ότι μαζεύεται κόσμος, επέπληξε το πνεύμα το ακάθαρτο και του είπε, «Άλαλο και κωφὸ πνεύμα, εγώ σε διατάσσω, βγές απ‘ αυτόν και να μη μπείς ποτέ πλέον μέσα του». Αυτό, αφού φώναξε και τον σπάραξε δυνατά, βγήκε, το παιδί έγινε σα νεκρός, ώστε πολλοί να λένε ότι πέθανε. Αλλ’ ο Ιησούς τον έπιασε απ‘ το χέρι, τον σήκωσε και στάθηκε όρθιος. Και όταν ο Ιησούς μπήκε σε κάποιο σπίτι, τον ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως, «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε;». Και αυτός τους είπε, «Το γένος αυτό δεν είναι δυνατόν να βγεί με κανένα άλλο μέσο παρά με προσευχή και νηστεία». Και όταν έφυγαν απο κεί, περνούσαν δια της Γαλιλαίας και ο Ιησούς δεν ήθελε να μάθει κανείς τίποτε, διότι δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε ότι ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στα χέρια ανθρώπων και θα τον θανατώσουν και αφού θανατωθεί, την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.

Evangelium (Mk 9,17-31):

In jener Zeit sagte einer aus der Menge zu Jesus; Meister, ich habe meinen Sohn zu dir gebracht. Er ist von einem stummen Geist besessen; immer wenn der Geist ihn überfällt, wirft er ihn zu Boden, und meinem Sohn tritt Schaum vor den Mund, er knirscht mit den Zähnen und wird starr. Ich habe schon deine Jünger gebeten, den Geist auszutreiben, aber sie hatten nicht die Kraft dazu. Da sagte er zu ihnen: O du ungläubige Generation! Wie lange muss ich noch bei euch sein? Wie lange muss ich euch noch ertragen? Bringt ihn zu mir! Und man führte ihn herbei. Sobald der Geist Jesus sah, zerrte er den Jungen hin und her, so dass er hinfiel und sich mit Schaum vor dem Mund auf dem Boden wälzte. Jesus fragte den Vater: Wie lange hat er das schon? Der Vater antwortete: Von Kind auf; oft hat er ihn sogar ins Feuer oder ins Wasser geworfen, um ihn umzubringen. Doch wenn du kannst, hilf uns; hab Mitleid mit uns! Jesus sagte zu ihm: Wenn du kannst? Alles kann, wer glaubt. Da rief der Vater des Jungen: Ich glaube; hilf meinem Unglauben! Als Jesus sah, dass die Leute zusammenliefen, drohte er dem unreinen Geist und sagte: Ich befehle dir, du stummer und tauber Geist: Verlass ihn, und kehr nicht mehr in ihn zurück! Da zerrte der Geist den Jungen hin und her und verließ ihn mit lautem Geschrei. Der Junge lag da wie tot, so dass alle Leute sagten: Er ist gestorben. Jesus aber fasste ihn an der Hand und richtete ihn auf, und der Junge erhob sich. Als Jesus nach Hause kam und sie allein waren, fragten ihn seine Jünger: Warum konnten denn wir den Dämon nicht austreiben? Er antwortete ihnen: Diese Art kann nur durch Gebet ausgetrieben werden. Sie gingen von dort weg und zogen durch Galiläa. Er wollte aber nicht, dass jemand davon erfuhr; denn er wollte seine Jünger über etwas belehren. Er sagte zu ihnen: Der Menschensohn wird den Menschen ausgeliefert, und sie werden ihn töten; doch drei Tage nach seinem Tod wird er auferstehen.