Lesungen in der Göttlichen Liturgie
Απόστολος, Προς Κορινθίους Α‘ (η‘ 8 – θ‘ 2)
Ἀδελφοί, βρῶμα ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύωμεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα. Βλέπετε δὲ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν. Ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε, τὸν ἔχοντα γνῶσιν, ἐν εἰδωλείῳ κατακείμενον, οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν; Καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι᾿ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν. Οὕτω δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε. Διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω. Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; Οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; Οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; Εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Aδελφοί, εμάς δε μας σχετίζει το φαγητό με το Θεό, διότι ούτε αν τρώμε, έχουμε κανένα πλεονέκτημα, ούτε άν δεν τρώμε, χάνουμε τίποτε. Προσέχετε όμως μήπως η ελευθερία σας αυτή γίνει αιτία να πέσουν οι ασθενείς στην πίστη. Εάν κάποιος δεί εσένα που γνωρίζεις, να κάθεσαι στὸ τραπέζι ενὸς ναού ειδώλων, δε θα ενθαρρυνθή η συνείδησή του, επειδή είναι αδύνατος στην πίστη, στο νὰ τρώγει κρέατα θυσιών που προσφέρονται στα είδωλα; Και εξ αιτίας της γνώσης σου θα χαθεί ο αδύνατος αδελφὸς για τον οποίο πέθανε ο Χριστός. Αμαρτάνοντες μ‘ αυτόν τον τρόπον στους αδελφούς καὶ χτυπώντας τη συνείδησή τους που είναι αδύνατη, αμαρτάνετε στον Χριστό. Γι’ αυτὸ το λόγο, άν το φαγητό σκανδαλίζει τον αδελφό μου, δε θα φάω κρέας ποτέ, για να μή γίνω αιτία να πέσει ο αδελφός μου. Δεν είμαι απόστολος; Δεν είμαι ελεύθερος; Δεν είδα τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας; Εσείς δεν είστε το έργο μου εν Κυρίω; Εάν γι’ άλλους δεν είμαι απόστολος, είμαι τουλάχιστον για σας, διότι εσείς είστε η σφραγίδα της αποστολής μου εν Κυρίω.
Epistel (1 Kor 8, 8-13; 9,1-2):
Brüder, zwar kann uns keine Speise vor Gottes Gericht bringen. Wenn wir nicht essen, verlieren wir nichts, und wenn wir essen, gewinnen wir nichts. Doch gebt acht, dass diese eure Freiheit nicht den Schwachen zum Anstoß wird. Wenn nämlich einer dich, der du Erkenntnis hast, im Götzentempel beim Mahl sieht, wird dann nicht sein Gewissen, da er schwach ist, verleitet, auch Götzenopferfleisch zu essen? Der Schwache geht an deiner «Erkenntnis» zugrunde, er, dein Bruder, für den Christus gestorben ist. Wenn ihr euch auf diese Weise gegen eure Brüder versündigt und ihr schwaches Gewissen verletzt, versündigt ihr euch gegen Christus. Wenn darum eine Speise meinem Bruder zum Anstoß wird, will ich überhaupt kein Fleisch mehr essen, um meinem Bruder keinen Anstoß zu geben. Bin ich nicht frei? Bin ich nicht ein Apostel? Habe ich nicht Jesus, unseren Herrn, gesehen? Seid ihr nicht mein Werk im Herrn? Wenn ich für andere kein Apostel bin, bin ich es doch für euch. Ihr seid ja im Herrn das Siegel meines Apostelamtes.
Περιεχόμενα κειμένου
Ευαγγέλιο, Κατά Ματθαίον (κε‘ 31 – 46)
Εἶπεν ὁ Κύριος· όταν ἔλθῃὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶἤλθομεν πρός σε; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; Τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Είπε ο Κύριος: «Όταν θα έρθει ο Υιός του ανθρώπου με όλη του τη δόξα και όλοι οι άγγελοι μαζί του, τότε θα καθήσει στον θρόνο της δόξας του και θα μαζευτούν μπροστά του όλα τα έθνη και θα χωρίσει τους μέν απ‘ τους δέ, όπως ο βοσκός χωρίζει τα πρόβατα απ‘ τα κατσίκια, και θα τοποθετήσει τα μέν πρόβατα στα δεξιά του, τα δε κατσίκια στα αριστερά του. Τότε θα πεί ο βασιλιάς σ‘ εκείνους, που θα είναι στα δεξιά, «Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομείστε τη βασιλεία, που είναι ετοιμασμένη για σάς απ‘ τὸν καιρό της δημιουργίας του κόσμου. Διότι πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με πήρατε στο σπίτι, γυμνός ήμουν και με ντύσατε, αρρώστησα και μ’ επισκεφθήκατε, στη φυλακή ήμουν και ήρθατε σ’ εμένα». Τότε θα του αποκριθούν οι δίκαιοι και θα πούν, «Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σε ποτίσαμε; Πότε σε είδαμε ξένο και σε πήραμε στο σπίτι ή γυμνό και σε ντύσαμε; Πότε σε είδαμε άρρωστο ή φυλακισμένο και ήρθαμε σε σένα;». Ο βασιλιάς θα απαντήσει και θα τους πεί, «Αλήθεια σας λέω, ό,τι κάνατε σ‘ έναν απο τούτους τους ασήμαντους αδεφλούς μου, σ’ εμένα το κάνατε». Τότε θα πεί σε κείνους, που θα είναι στα αριστερά, «Φύγετε απο μένα, καταραμένοι, στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους αγγέλους του, διότι πείνασα και δε μου δώσατε να φάω, δίψασα και δε με ποτίσατε, ξένος ήμουν και δε με πήρατε στο σπίτι, γυμνός ήμουν και δε με ντύσατε, ασθενής ήμουν και φυλακισμένος και δε μ’ επισκεφτήκατε». Τότε θα αποκριθούν και αυτοί και θα πούν, «Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς και να είσαι ξένος ή γυμνός ή ασθενής ή φυλακισμένος και δε σε υπηρετήσαμε;» Τότε θα αποκριθεί σ αυτούς και θα πεί, «Αλήθεια σας λέω, ό,τι δεν κάνατε σ έναν από τους ασήμαντους τούτους, ούτε σε μένα κάνατε». Και αυτοί θα μεταβούν σε κόλαση αιώνια, οι δε δίκαιοι σε ζωή αιώνια».
Evangelium (Mt 25, 31-46):
Der Herr sagte: Wenn der Menschensohn in seiner Herrlichkeit kommt und alle Engel mit ihm, dann wird er sich auf den Thron seiner Herrlichkeit setzen. Und alle Völker werden vor ihm zusammengerufen werden, und er wird sie voneinander scheiden, wie der Hirt die Schafe von den Böcken scheidet. Er wird die Schafe zu seiner Rechten versammeln, die Böcke aber zur Linken. Dann wird der König denen auf der rechten Seite sagen: Kommt her, die ihr von meinem Vater gesegnet seid, nehmt das Reich in Besitz, das seit der Erschaffung der Welt für euch bestimmt ist. Denn ich war hungrig, und ihr habt mir zu essen gegeben; ich war durstig, und ihr habt mir zu trinken gegeben; ich war fremd und obdachlos, und ihr habt mich aufgenommen; ich war nackt, und ihr habt mir Kleidung gegeben; ich war krank, und ihr habt mich besucht; ich war im Gefängnis, und ihr seid zu mir gekommen. Dann werden ihm die Gerechten antworten: Herr, wann haben wir dich hungrig gesehen und dir zu essen gegeben, oder durstig und dir zu trinken gegeben? Und wann haben wir dich fremd und obdachlos gesehen und aufgenommen, oder nackt und dir Kleidung gegeben? Und wann haben wir dich krank oder im Gefängnis gesehen und sind zu dir gekommen? Darauf wird der König ihnen antworten: Amen, ich sage euch: Was ihr für einen meiner geringsten Brüder getan habt, das habt ihr mir getan. Dann wird er sich auch an die auf der linken Seite wenden und zu ihnen sagen: Weg von mir, ihr Verfluchten, in das ewige Feuer, das für den Teufel und seine Engel bestimmt ist! Denn ich war hungrig, und ihr habt mir nichts zu essen gegeben; ich war durstig, und ihr habt mir nichts zu trinken gegeben; ich war fremd und obdachlos, und ihr habt mich nicht aufgenommen; ich war nackt, und ihr habt mir keine Kleidung gegeben; ich war krank und im Gefängnis, und ihr habt mich nicht besucht. Dann werden auch sie antworten: Herr, wann haben wir dich hungrig oder durstig oder obdachlos oder nackt oder krank oder im Gefängnis gesehen und haben dir nicht geholfen? Darauf wird er ihnen antworten: Amen, ich sage euch: Was ihr für einen dieser Geringsten nicht getan habt, das habt ihr auch mir nicht getan. Und sie werden weggehen und die ewige Strafe erhalten, die Gerechten aber das ewige Leben.