Τα Εισόδια της Θεοτόκου

21 November 2021

Eintritt der allheiligen Gottesgebärerin in den Tempel

Lesungen in der Göttlichen Liturgie

Απόστολος, Προς Εβραίους (θ΄ 1–7)

Ἀδελφοί, εἶχε μὲν οὖν καὶ ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε Ἅγιον κοσμικόν· σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτη, ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται Ἅγια. Μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη Ἅγια Ἁγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ράβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος. Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:

Ἀδελφοί, εἶχε καὶ ἡ πρώτη διαθήκη διατάξεις περὶ τῆς λατρείας καὶ γήϊνο ἁγιαστήριο. Κατασκευάσθηκε δηλαδὴ τὸ πρῶτο μέρος τῆς σκηνῆς, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως, τὸ ὁποῖο λέγεται Ἅγια. Ὕστερα ἀπὸ τὸ δεύτερο καταπέτασμα, ἦταν τὸ μέρος τῆς σκηνῆς, τὸ ὁποῖο ὠνομάζετο Ἅγια ἁγίων. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνα χρυσὸ θυμιατήριον καὶ ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης, ἡ ὁποία ἦταν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη σκεπασμένη μὲ χρυσάφι καὶ μέσα σ’ αὐτὴ ἦταν ἡ χρυσὴ στάμνα, ποὺ περιεῖχε τὸ μάννα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών ποὺ εἶχε βλαστήσει, καὶ οἱ πλάκες τῆς διαθήκης. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν κιβωτὸ ἦταν ἀπαστράπτοντα Χερουβείμ, τὰ ὁποῖα ἐπεσκίαζαν τὸ ἱλαστήριο. Γι’ αὐτὰ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μιλήσωμεν τώρα λεπτομερῶς. Ὑπὸ αὐτὴν τὴν διάταξη, στὸ πρῶτο μέρος τῆς σκηνῆς εἰσέρχονται πάντοτε οἱ ἱερεῖς, ὅταν ἐκτελοῦν τὰ καθήκοντα τῆς ὑπηρεσίας των, ἀλλ’ στὸ δεύτερον μέρος μπαίνει μόνον ὁ ἀρχιερεύς, μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, καὶ ὄχι χωρὶς αἷμα, τὸ ὁποῖον προσφέρει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τίς ἐξ ἀγνοίας ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ.

Epistel (Hebr 9, 1-7):

Brüder, der erste Bund hatte gottesdienstliche Vorschriften und ein irdisches Heiligtum. Es wurde nämlich ein erstes Zelt errichtet, in dem sich der Leuchter, der Tisch und die heiligen Brote befanden; dieses Zelt wurde das Heilige genannt. Hinter dem zweiten Vorhang aber war ein Zelt, das sogenannte Allerheiligste, mit dem goldenen Rauchopferaltar und der ganz mit Gold überzogenen Bundeslade; darin waren ein goldener Krug mit dem Manna, der Stab Aarons, der Triebe angesetzt hatte, und die Bundestafeln; über ihr waren die Kerubim der Herrlichkeit, die die Sühneplatte überschatteten. Doch es ist nicht möglich, darüber jetzt im einzelnen zu reden. So also ist das alles aufgebaut. In das erste Zelt gehen die Priester das ganze Jahr hinein, um die heiligen Dienste zu verrichten. In das zweite Zelt aber geht nur einmal im Jahr der Hohepriester allein hinein, und zwar mit dem Blut, das er für sich und für die Vergehen des Volkes darbringt.


Ευαγγέλιο, Κατά Λουκάν (ι΄ 38-42, ια΄ 27-28)

Τα Εισόδια της Θεοτόκου

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς κώμην τινά. Γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. Ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; Εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. Ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς. Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. Αὐτὸς δὲ εἶπε· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:

Τον καιρό εκείνο, μπῆκε ὁ Ἰησοῦς σ‘ ἕνα χωριό. Μία γυναῖκα, ποὺ ὠνομάζετο Μάρθα, τὸν ὑποδέχθηκε στὸ σπίτι της. Αὐτὴ εἶχε ἀδελφὴ ποὺ ὠνομάζετο Μαρία, ἡ ὁποία καθότανε κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἄκουγε ὅσα ἔλεγε. Ἀλλ’ ἡ Μάρθα ἦταν ἀπασχολημένη στή διακονία καὶ πλησίασε καὶ εἶπε, «Κύριε, δὲ σὲ μέλει ποὺ ἡ ἀδελφή μου μὲ ἄφησε μόνη μου νὰ ὑπηρετῶ; Πές της λοιπὸν νὰ μὲ βοηθήσῃ». Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀποκρίθηκε, «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ ἀνησυχεῖς γιὰ πολλὰ πράγματα, ἀλλ’ ἕνα πρᾶγμα εἶναι ἀναγκαῖο. Ἡ Μαρία διάλεξε τὴν καλὴ μερίδα, ἡ ὁποία δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθῇ». Ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, κάποια γυναῖκα ἀπὸ τὸν κόσμο φώναξε καὶ τοῦ εἶπε, «Μακαρία ἡ κοιλιὰ ποὺ σ’ ἐβάσταξε καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ θήλασες». Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Μακάριοι μᾶλλον εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκούουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν φυλάττουν».

Evangelium (Lk 10,38-42; 11, 27-28):

In jener Zeit kam Jesus in ein Dorf. Eine Frau namens Marta nahm ihn freundlich auf. Sie hatte eine Schwester, die Maria hieß. Maria setzte sich dem Herrn zu Füßen und hörte seinen Worten zu. Marta aber war ganz davon in Anspruch genommen, für ihn zu sorgen. Sie kam zu ihm und sagte: Herr, kümmert es dich nicht, dass meine Schwester die ganze Arbeit mir allein überlässt? Sag ihr doch, sie soll mir helfen! Der Herr antwortete: Marta, Marta, du machst dir viele Sorgen und Mühen. Aber nur eines ist notwendig. Maria hat das Bessere gewählt, das soll ihr nicht genommen werden. Als er das sagte, rief eine Frau aus der Menge ihm zu: Selig die Frau, deren Leib dich getragen und deren Brust dich genährt hat. Er aber erwiderte: Selig sind vielmehr die, die das Wort Gottes hören und es befolgen.