Περιεχόμενα κειμένου
Απόστολος (Πράξ. Ε‘ 12-20)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος· τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ᾿ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός· μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων εἰς ῾Ιερουσαλὴμ φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες. Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε· πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική
Τις μέρες εκείνες, με τα χέρια των αποστόλων γίνονταν πολλά θαύματα και σημεία μεταξύ του λαού· και συνείθιζαν να συγκεντρώνωνται όλοι με μια ψυχή στη στοά του Σολομώντα. απ‘ τους άλλους κανείς δε τολμούσε να προσκολληθεί σ‘ αυτούς, ο λαός όμως τους έτρεφε μεγάλη υπόληψη· ακόμη δε περισσότερο, προστίθενταν πλήθη ανδρών και γυναικών που πίστευαν στὸν Κύριο. Ακόμη και τους ασθενείς έφερναν στις πλατείες και τους έβαζαν σε κρεββάτια και φορεία ώστε, όταν θα περνούσε ο Πέτρος, να πέσει έστω και η σκιά του σε κάποιον απ‘ αυτούς. Μαζευόταν και κόσμος απ‘ τις πέριξ πόλεις στην Ιερουσαλήμ και έφερναν τους ασθενείς και όσους βασανίζονταν απο πνεύματα ακάθαρτα, και όλοι θεραπεύονταν. Τότε σηκώθηκε ο αρχιερέας και όλοι όσοι ήταν μαζί του, δηλαδή η αίρεση των Σαδδουκαίων, και γεμάτοι απο φθόνο έπιασαν στα χέρια τους τους αποστόλους και τους φυλάκισαν δημοσίᾳ. Αλλά άγγελος Κυρίου άνοιξε τη νύχτα τις πόρτες της φυλακής, τους έβγαλε έξω και είπε, «Πηγαίνετε, σταθήτε στο ναό και πείτε στο λαὸ όλα γι‘ αυτή τη ζωή».
Apostel (Apostelgeschichte 5, 12-20)
Es geschahen aber viele Zeichen und Wunder im Volk durch die Hände der Apostel; und sie waren alle in der Halle Salomos einmütig beieinander. Von den andern aber wagte keiner, sich zu ihnen zu halten; doch das Volk schätzte sie hoch. Immer mehr aber wuchs die Zahl derer, die an den Herrn glaubten – eine Menge Männer und Frauen –, sodass sie die Kranken sogar auf die Straßen hinaustrugen und sie auf Betten und Bahren legten, damit, wenn Petrus käme, wenigstens sein Schatten auf einige von ihnen fiele. Es kamen auch viele aus den Städten rings um Jerusalem und brachten Kranke und solche, die von unreinen Geistern geplagt waren; und alle wurden geheilt. Es erhoben sich aber der Hohepriester und alle, die mit ihm waren, nämlich die Gruppe der Sadduzäer, von Eifer erfüllt, und legten Hand an die Apostel und warfen sie in das öffentliche Gefängnis. Aber der Engel des Herrn tat in der Nacht die Türen des Gefängnisses auf und führte sie heraus und sprach: Geht hin und tretet im Tempel auf und redet zum Volk alle Worte dieses Lebens.
Ευαγγέλιο (Ιωάν. Κ’ 19-31)
Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
Απόδοση στη δημοτική
Την ημέρα εκείνη, την πρώτη της εβδομάδος, ενώ πλέον είχε βραδυάσει και οι θύρες του σπιτιού, που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οι μαθητές, ήταν κλεισμένες απ‘ τον φόβο των Ιουδαίων, ήρθε έξαφνα ο Ιησούς, στάθηκε στο μέσον και τους λέει· “ειρήνη σε σας”. Και αφού είπε αυτό, έδειξε τα χέρια και την πλευρά του, για να δουν τα σημάδια των πληγών και πιστεύσουν ότι αυτός είναι ο δάσκαλός τους. Και τότε οι μαθητές, όταν είδαν τον Κυριον αναστημένο, χάρηκαν. Είπε τότε ο Ιησούς· “ειρήνη σε σας. Οπως έστειλε εμένα ο Πατήρ, έτσι και εγώ στέλνω εσάς στον κόσμο. Και αφού είπε τούτο, φύσησε στα πρόσωπα τους και τους είπε· “λάβετε Πνεύμα Άγιο. Σε όποιους συγχωρείτε τις αμαρτίες, θα είναι συγχωρημένες, σε όποιους όμως τις κρατείτε, θα μείνουν αιωνίως ασυγχώρητες”. Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα, ο οποίος λεγόταν και Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους, όταν ήλθε ο Ιησούς. Έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές· “είδαμε τον Κύριο”. Εκείνος όμως τους είπε· “εάν δεν δω στα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και αν δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω”. Και έπειτα από οκτώ ημέρες ήταν πάλι οι μαθητές μέσα στο σπίτι και ο Θωμάς μαζί τους. Ερχεται, λοιπόν, ο Ιησούς έξαφνα, ενώ οι πόρτες ήταν κλεισμένες, στάθηκε στο μέσο και είπε· “ειρήνη υμίν”. Έπειτα λέγει στον Θωμά· “φέρε το δάκτυλό σου εδώ, δές με τα μάτια σου τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευράν μου, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός”. Απάντησε τότε ο Θωμάς και είπε αυτόν· “Εσύ είσαι ο Κύριος μου και ο Θεός μου”. Λέει σ’αυτόν ο Ιησούς· “πίστεψες, διότι με είδες· μακάριοι θα είναι απο δώ και πέρα στους αιώνες, εκείνοι οι οποίοι καίτοι δεν με είδαν, πίστευσαν”. Και άλλα θαύματα έκανε ο Ιησούς, μπρός στους μαθητές του, τα οποία δεν είναι γραμμένα στο ιερό τούτο βιβλίο. Αυτά που εξιστορήσαμε, γράφτηκαν για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και πιστεύοντας να έχετε στο όνομά Του την αιώνια ζωή”.
(Joh. 20, 19-31)
Am Abend aber dieses ersten Tages der Woche, da die Jünger versammelt und die Türen verschlossen waren aus Furcht vor den Juden, kam Jesus und trat mitten unter sie und spricht zu ihnen: Friede sei mit euch! Und als er das gesagt hatte, zeigte er ihnen die Hände und seine Seite. Da wurden die Jünger froh, dass sie den Herrn sahen. Da sprach Jesus abermals zu ihnen: Friede sei mit euch! Wie mich der Vater gesandt hat, so sende ich euch. Und als er das gesagt hatte, blies er sie an und spricht zu ihnen: Nehmt hin den Heiligen Geist! Welchen ihr die Sünden erlasst, denen sind sie erlassen; welchen ihr sie behaltet, denen sind sie behalten. Thomas aber, einer der Zwölf, der Zwilling genannt wird, war nicht bei ihnen, als Jesus kam. Da sagten die andern Jünger zu ihm: Wir haben den Herrn gesehen. Er aber sprach zu ihnen: Wenn ich nicht in seinen Händen die Nägelmale sehe und lege meinen Finger in die Nägelmale und lege meine Hand in seine Seite, kann ich’s nicht glauben. Und nach acht Tagen waren seine Jünger abermals drinnen, und Thomas war bei ihnen. Kommt Jesus, als die Türen verschlossen waren, und tritt mitten unter sie und spricht: Friede sei mit euch! Danach spricht er zu Thomas: Reiche deinen Finger her und sieh meine Hände, und reiche deine Hand her und lege sie in meine Seite, und sei nicht ungläubig, sondern gläubig! Thomas antwortete und sprach zu ihm: Mein Herr und mein Gott! Spricht Jesus zu ihm: Weil du mich gesehen hast, darum glaubst du? Selig sind, die nicht sehen und doch glauben! Noch viele andere Zeichen tat Jesus vor seinen Jüngern, die nicht geschrieben sind in diesem Buch. Diese aber sind geschrieben, damit ihr glaubt, dass Jesus der Christus ist, der Sohn Gottes, und damit ihr, weil ihr glaubt, das Leben habt in seinem Namen.