Γ‘ Κυριακή Ματθαίου

Γ΄ Κυριακή Ματθαίου – 3. Sonntag nach Pfingsten

Lesungen in der Göttlichen Liturgie

Προς Κορινθίους Β΄ (στ΄ 1 – 10)
Ἀδελφοί, παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς· λέγει γάρ· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας· μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:

Ἀδελφοί, σᾶς παρακαλοῦμε νὰ μὴ δεχθῆτε μάταια τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, διότι λέγει, «Σε καιρὸ εὐνοίας σὲ ἄκουσα καὶ σε ἡμέρα σωτηρίας σὲ βοήθησα. Ὁ καιρὸς εὐνοίας εἶναι τώρα, ἡ ἡμέρα σωτηρίας εἶναι τώρα.» Δὲν δίνουμε σὲ κανένα καμμία ἀφορμὴ προσκόμματος γιὰ νὰ μὴ δυσφημισθῇ ἡ ὑπηρεσία μας, ἀλλὰ σὰν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ συστύνουμε τοὺς ἑαυτούς μας σὲ ὅλα διὰ τῆς μεγάλης ὑπομονῆς μας σὲ θλίψεις, σὲ ταλαιπωρίες, σὲ στερήσεις, σὲ μαστιγώσεις, σὲ φυλακίσεις, σὲ ταραχές, σὲ κόπους, σὲ ἀγρυπνίες καὶ πεῖνα· μὲ ἁγνότητα, σύνεση, μακροθυμία καὶ καλωσύνη, μὲ Πνεῦμα Ἅγιο, μὲ ἀγάπη χωρὶς ὑπόκριση, μὲ τὸ κήρυγμα τῆς ἀληθείας καὶ μὲ δύναμη Θεοῦ, μὲ τὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης, τὰ ἐπιθετικὰ καὶ ἀμυντικά, σὲ τιμὴ καὶ ἀτίμωση, σὲ δυσφημήσεις καὶ ἐπαίνους, σὰν λαοπλάνοι καὶ ὅμως ἀληθινοί, σὰν ἄγνωστοι καὶ ὅμως πολὺ γνωστοί, σὰν νὰ πεθαίναμε καὶ ὅμως ζοῦμε, σὰν τιμωρούμενοι καὶ ὅμως μὴ θανατούμενοι, σὰν λυπημένοι καὶ ὅμως πάντοτε χαρούμενοι, σὰν πτωχοὶ καὶ ὅμως κάνοντας πολλούς πλουσίους, σὰν νὰ μὴ ἔχουμε τίποτε καὶ ὅμως κατέχουμε τὰ πάντα.

Epistel (2 Kor 6,1-10):

Brüder, als Mitarbeiter Gottes ermahnen wir euch, dass ihr seine Gnade nicht vergebens empfangt. Denn es heißt: Zur Zeit der Gnade erhöre ich dich, am Tag der Rettung helfe ich dir. Jetzt ist sie da, die Zeit der Gnade; jetzt ist er da, der Tag der Rettung. Niemand geben wir auch nur den geringsten Anstoß, damit unser Dienst nicht getadelt werden kann. In allem erweisen wir uns als Gottes Diener: durch große Standhaftigkeit, in Bedrängnis, in Not, in Angst, unter Schlägen, in Gefängnissen, in Zeiten der Unruhe, unter der Last der Arbeit, in durchwachten Nächten, durch Fasten, durch lautere Gesinnung, durch Erkenntnis, durch Langmut, durch Güte, durch den Heiligen Geist, durch ungeheuchelte Liebe, durch das Wort der Wahrheit, in der Kraft Gottes, mit den Waffen der Gerechtigkeit in der Rechten und in der Linken, bei Ehrung und Schmähung, bei übler Nachrede und bei Lob. Wir gelten als Betrüger und sind doch wahrhaftig; wir werden verkannt und doch anerkannt; wir sind wie Sterbende, und seht: wir leben; wir werden gezüchtigt und doch nicht getötet; uns wird Leid zugefügt, und doch sind wir jederzeit fröhlich; wir sind arm und machen doch viele reich; wir haben nichts und haben doch alles.

Κατά Ματθαίον (στ΄ 22-33)

Εἶπεν ὁ Κύριος· ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. Εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; Καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; Πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.

Απόδοση στη νεοελληνική:

Εἶπε ο Κύριος: «Τὸ λυχνάρι τοῦ σώματος εἶναι τὸ μάτι. Ἐὰν τὸ μάτι σου εἶναι ὑγιές, ὅλο σου το σῶμα θὰ εἶναι φωτεινό. Ἐὰν ὅμως τὸ μάτι σου ἀσθενεί, τότε ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι σκοτεινό. Ἀλλὰ ἐὰν τὸ ἐσωτερικό σου φῶς εἶναι σκοτάδι, πόσον μεγάλο εἶναι το σκοτάδι. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύῃ δύο κυρίους, διότι ἢ τὸν ἕνα θὰ μισήσῃ καὶ τὸν ἄλλο θὰ ἀγαπήσῃ, ἢ στὸν ἕνα θὰ προσκολληθῇ καὶ τὸν ἄλλον θὰ περιφρονήσῃ. Δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε για τὸν Θεὸ καὶ τὸν μαμωνᾶ». «Γι αυτό σᾶς λέω, Μὴ μεριμνᾶτε γιὰ τὴ ζωή σας τὶ θὰ φᾶτε ἢ τὶ θὰ πιῆτε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας τὶ θὰ φορέσετε. Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερο ἀπὸ τὴν τροφὴ καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ἔνδυμα; Κυττάξετε τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ, οὔτε σπείρουν οὔτε θερίζουν οὔτε ἀποθηκεύουν, καὶ ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος τὰ τρέφει. Δὲν ἔχετε σεῖς μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ αὐτά; Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ὅσον κι ἂν φροντίσῃ, μπορεῖ νὰ προσθέσῃ στὸ ἀνάστημά του ἕνα πῆχυ; Και γιατὶ μεριμνᾶτε γιὰ ἐνδύματα; Παρατηρήσατε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνουν, οὔτε κοπιάζουν, οὔτε γνέθουν, ἀλλὰ σᾶς λέω, ὅτι οὔτε ὁ Σολομὼν σὲ ὅλη του τὴν δόξα δὲν ντύθηκε σὰν ἕνα ἀπὸ αὐτά. Ἐὰν τὸ χορτάρι τοῦ ἀγροῦ, ποὺ σήμερα ὑπάρχει καὶ αὔριο τὸ ρίχνουν στὸ φοῦρνο, ὁ Θεὸς τὸ ντύνει, τόσον ὡραῖα, πόσον περισσότερο ἐσᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μὴ μεριμνᾶτε λοιπὸν καὶ μὴ λέγετε, «Τὶ θὰ φᾶμε ἢ τὶ θὰ πιοῦμε ἢ τὶ θὰ ντυθοῦμε;». Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιδιώκουν οἱ ἐθνικοί. Γνωρίζει ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ζητᾶτε πρῶτα τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνη του καὶ τότε ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς χορηγηθοῦν.