(Παρέμβαση στο Ιερατικό Συνέδριο, 13.10.05)
1. Το δίλημμα της ταφής στην Ελλάδα ή στη Γερμανία
Στις πρώτες δεκαετίες της ελληνικής μετανάστευσης στη Γερμανία, με κύριο χαρακτηριστικό την προσωρινότητα, σχεδόν δε μπορούσε ούτε και να συζητηθεί η ταφή Έλληνα ορθοδόξου στη Γερμανία. Ήταν η δύσκολη εποχή στην οποία οι μετανάστες δεν ήθελαν να μείνουν εδώ ούτε ζωντανοί ούτε πεθαμένοι. Γιαυτό και οι ελάχιστοι, κυρίως από ατυχήματα, νεκροί εκείνης της περιόδου διακομίζονταν σχεδόν κατά κανόνα στην Ελλάδα. Τόσο επίσης οι πενθούντες όσο και οι νεκροί δε μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό κεφάλαιο της ποιμαντικής μέριμνας των τότε Ιερέων της Γερμανίας.
Στη συνέχεια όμως τα πράγματα άλλαξαν. Πέρα από τα συναισθήματα για τη Γερμανία, που σε κάποιους μπορεί να παρέμειναν συγκεχυμένα ή και αρνητικά ακόμη και σήμερα, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σήμερα διεκδικεί πλέον η λογική και στην ποιμαντική πράξη βλέπουμε να προτιμάται όλο και περισσότερο ως τόπος ταφής η Γερμανία. Στην Ενορία Ντύσσελντορφ η αναλογία στους τελευταίους δώδεκα μήνες είναι ένα προς ένα.
Το δίλημμα: εδώ ή στην Ελλάδα, εξακολουθεί βέβαια να τίθεται και δε λείπουν ποτέ οι συνήγοροι της διακομιδής στη γενέτειρα. Ωστόσο, και οι πιέσεις των συγγενών από την Ελλάδα μειώθηκαν και η αρνητική διάθεση των πιστών μας έναντι της Γερμανίας και των γερμανικών νεκροταφείων αμβλύνθηκε. Στην πρώτη περίπτωση, γιατί πέθαναν ή έφυγαν ανεπιστρεπτί από τον τόπο καταγωγής οι συγγενείς, ενώ και η τιμή της συγγενείας εξασθένησε ακόμη και στις σχέσεις των ζώντων. Στη δεύτερη, γιατί οι πιστοί δέχονται και αποδέχονται πλέον όλο και περισσότερο τις επιδράσεις του εδώ περιβάλλοντος, θετικές και αρνητικές.
Η εργασία ή η κάπως αμειβόμενη ανεργία είναι εδώ
κατοικίες αγοράστηκαν και αγοράζονται εδώ
οι φίλοι είναι εδώ και τα παιδιά μένουν και θα μείνουν για πάντα εδώ
οι φιλίες με τους Γερμανούς υποχρέωσαν τους πιστούς μας να επισκεφθούν και να γνωρίσουν τα γερμανικά νεκροταφεία
η ευρωπαϊκή συνείδηση όλο και δημιουργείται, ενώ η οικονομική και συναισθηματική πλευρά της ταφής των οικείων οδηγούν μάλλον στη Γερμανία,
που είναι πλέον πατρίδα, την ώρα που η Ελλάδα περιορίζεται σε τόπο διακοπών ακόμη και για τους ανθρώπους μας της πρώτης γενεάς.
Σίγουρα συνετέλεσε επίσης υπέρ της Γερμανίας και η φυσική ταλαιπωρία των οικείων των νεκρών κατά τις μεταβάσεις τους στην Ελλάδα για την ταφή και τα μνημόσυνα, σε σχέση και με άλλες δυσάρεστες εμπειρίες που είχαν.
(Ενορίτης μου ήθελε να κάψει πριν δέκα χρόνια τη θανούσα σύζυγό του επειδή κόστιζε λιγότερο από την μετακομιδή στην Ελλάδα).
Έτσι, αυτό που πριν σαράντα χρόνια εθεωρείτο περίπου εθνική ντροπή και οικογενειακή προσβολή και κάπως αμαρτία και προξενούσε την απορία και την αποδοκιμασία των εδώ γνωστών, σήμερα γίνεται χωρίς συνειδησιακά προβλήματα των οικείων και δικαιολογείται και επιδοκιμάζεται από την Παροικία. Οπωσδήποτε τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι και δε μπορεί να είναι απόλυτο. Υπάρχουν ενορίτες χωρίς γνωστούς και συγγενείς εδώ, που περιμένουν τη σύνταξη για να εγκαταλείψουν οριστικά τη Γερμανία. Όλοι γνωρίζουμε πρόσωπα, που θα μείνουν αζήτητα όταν πεθάνουν και ότι κάποιους άλλους τους έχει θάψει το Sozialamt. Γνωρίζω οικογένειες που έθαψαν νεκρούς των στην Ελλάδα και άλλους αργότερα εδώ και οικογένειες που έθαψαν εδώ οικείους των που απεβίωσαν στην Ελλάδα. Πριν έξι μόλις ημέρες ετέλεσα μια τέτοια κηδεία.
2. Γραφεία Κηδειών – Διατυπώσεις
Σχεδόν σε κάθε περίπτωση θανάτου τηλεφωνούν οι συγγενείς του νεκρού στον Ιερέα αμήχανοι και πανικόβλητοι και ζητούν να μάθουν τι πρέπει να κάνουν στο ξαφνικό που τους βρήκε, ακόμη και όταν ο θάνατος του θανόντος προσώπου ήταν αναμενόμενος. Ένας ενδόμυχος και ανείπωτος φόβος του θανάτου, που εκφράζεται σε πλήθος δεισιδαιμονίες, απωθεί ή και παραλύει κάθε διάθεση ή υποχρέωση του πιστού να ασχοληθεί πριν από τη μοιραία ώρα με το σχετικό κεφάλαιο και να πληροφορηθεί έστωκαι τα τεχνικά και εξωτερικά στοιχεία που τον συνοδεύουν.Ευτυχώς που τα Γραφεία Κηδειών είναι άριστα οργανωμένα στη Γερμανία και προσφέρουν με συνέπεια και υπευθυνότητα πολύ καλές υπηρεσίες. Υπάρχουν πάντως ενίοτε και παράπονα των οικείων προς τα Γραφεία, κυρίως στις περιπτώσεις μεταφοράς της σορού στην Ελλάδα, αν και υποπτεύομαι ευθύνη και των ανθρώπων μας που αποκρύπτουν όλη την αλήθεια για να καλύψουν τσιγκουνιές και δικά τους λάθη. Ασφαλώς και γνωρίζουν ότι είναι αναγκαίο ένα Γραφείο Κηδειών και στην Ελλάδα και ότι το γερμανικό «κιβώτιο μεταφοράς» δεν πρέπει να ανοιχθεί ποτέ μπροστά σε άλλους πριν από τις απαραίτητες υπηρεσίες του ελληνικού Γραφείου. Τα τηρούν όμως;
Σε σημεία τριβής ενδέχεται να εξελιχθούν επίσης:
το ντύσιμο του νεκρού σε σχέση με διάφορα αγαπημένα του αντικείμενα
η τελετή αποχαιρετισμού και οι συχνές ενοχλήσεις του Γραφείου
ο χρόνος μεταφοράς, το φέρετρο και τα οικονομικά.
Υπάρχουν στο Ντύσσελντορφ Γραφεία με πολύ μεγάλες αποκλίσεις από τον μέσο όρο του κόστους μεταφοράς, που κυμαίνεται σήμερα κάπου μεταξύ τριών και τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (κάτι παραπάνω από τρεις χιλιάδες ευρώ κοστίζει και η καύση). Αν μάλιστα αληθεύουν κάποιοι αριθμοί που κυκλοφορούν, της τάξεως των επτά έως εννέα χιλιάδων Ευρώ για μεταφορά νεκρών στην Ελλάδα, τότε πρόκειται πλέον για αισχροκέρδεια και άγρια εκμετάλλευση της αγνοίας και της αφελείας των ανθρώπων μας. Εμείς δίνουμε σε όσους μας ρωτούν τα τηλέφωνα τριών Γραφείων, που έχουν λογικές και περίπου τις ίδιες τιμές, επαναλαμβάνουμε όμως σταθερά και την υπόδειξη να προσέχουν και να διαπραγματεύονται πριν υπογράψουν.
3. Τα Κοιμητήρια ή Νεκροταφεία
Ο αρχικός χαρακτηρισμός Κοιμητήριο, για τον τόπο ταφής των χριστιανών, εκφράζει παραστατικότερα τη διδασκαλία της Εκκλησίας περί θανάτου, ως παροδικού ύπνου, από τον οποίο θα μας εξεγείρει ο Κύριος κατά τη Β΄ παρουσία Του. Ωστόσο, και στην Αγία Γραφή και σε διάφορα άλλα κείμενα και στην υμνογραφία της Εκκλησίας συναντούμε συχνότερα τον όρο «νεκροί» από τον όρο «κεκοιμημένοι» για τους θανόντες:
π.χ. «Ανέστη από των νεκρών… Εξηγέρθη ως ο υπνών… Εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον… Χριστός ανέστη εκ νεκρών… Ακολουθία εις κεκοιμημένους, αλλά και Ακολουθία νεκρώσιμος…».
Ίσως και γιαυτό να επεκράτησε οριστικά ο όρος Νεκροταφείο που έχουμε σήμερα και που πάντως ταιριάζει στην εποχή μας, αφού υπενθυμίζει την ταφή των νεκρών, την ώρα που τα αποτεφρωτήρια, κοινώς κλίβανοι ή φούρνοι ή κρεματόρια, δεν αποκλείεται να δώσουν νέα ονόματα στους τόπους υποδοχής της τέφρας ή σποδού η στάχτης των νεκρών. Αξιοπρόσεκτοι είναι επίσης, νομίζω, και οι όροι που χρησιμοποιούν οι Γερμανοί: Friedhof καί Ruhestatt.
Η επιθυμία των χριστιανών να θάπτονται σε τόπους ιερούς, όπου τελούνται προσευχές και Θείες Λειτουργίες και πλησίον σε τάφους Μαρτύρων, είναι αρ-χαιότατη. Η εκκλησιαστική ιστορία παραδίδει πλήθος από παραδείγματα, κυ-ρίως επιφανών προσώπων, που έχουν ταφεί μέσα σε ναούς και κατακόμβες. Ίσως είναι αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει ακόμη στην Καθολική Εκκλησία.
Ειδικά στην περίοδο της τουρκοκρατίας φαίνεται να υπήρξε κατά τόπους έξαρ-ση του φαινομένου που όμως ποτέ δε γενικεύτηκε. Υπάρχουν μαρτυρίες εκκλη σιαστικών Πατέρων, συνοδικές αποφάσεις και πατριαρχικές διαταγές αυστηρό τατες, που ορίζουν τη θέση των νεκρών:
«Εν τοις κοιμητηρίοις», «Ως παραίτιον ακοσμίας», «ίνα μη μεταβάλλωνται τα έσω του ναού εις νεκρικήν θήκην και πολυάνδριον», διότι: «εν ταις Εκκλησίαις, εν αις Μαρτύρων λείψανα τεθησαύρισται και Αγίου Μύρου εμεσολάβησε χρίσμα, ανθρώπινον λείψανον οιονδηποτούν ου ταφήσεται», ενώ ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος στη διαθήκη του σημειώνει φρικτές κατάρες για εκείνους που ήθελε τολμήσουν να τον ενταφιάσουν «υπό θυσιαστήριον, εις ναόν και αγίασμα Κυρίου».
Και ναι μεν δεν έμειναν οι νεκροί μέσα στους ναούς, έμειναν όμως δίπλα και έξω απ΄ αυτούς, στις πρεσβείες και στην προστασία του Αγίου του νεκροτα-φείου. Φίλους και πρεσβευτές και βοηθούς είχε τους Αγίους στη ζωή του ο πιστός, έτσι ακριβώς τους θέλει και μετά τον θάνατό του και κοιμάται ήσυχος μόνο μέσα στο κοιμητήριο που έχει το όνομα και την προστασία του Αγίου της Ενορίας ή κάποιου άλλου Αγίου της Εκκλησίας του. Γιαυτό και είναι υγιής και ορθόδοξη η επιθυμία και επιμονή και των σημερινών ορθοδόξων χριστιανών ενοριτών μας να θάπτονται σε νεκροταφεία και ει δυνατόν ορθόδοξα, για να προσδοκούν ήσυχοι την έλευση του Ηλίου της Δικαιοσύνης. Δεν τίθεται πλέον, φυσικά, θέμα προσανατολισμού των τάφων, αφού αυτή είναι αρχή και αδιαπραγμάτευτη απόφαση του κάθε νεκροταφείου. Ίσως μάλιστα αυτό να εξηγεί και τους δισταγμούς των πιστών μας να ταφούν στα γερμανικά νεκροταφεία, που δεν είναι ορθόδοξα, που δεν έχουν Αγίους, που δεν έχουν ανατολικά προσανατολισμένους τάφους και θα ήταν, πιστεύω, λάθος, να ερμηνεύονται ως ρατσισμός ή εθνικισμός (οι δισταγμοί αυτοί). Μάλλον θα πρέπει να διακρίνουμε και εδώ την άγρυπνη και σταθερή φροντίδα των ορθοδόξων χριστιανών μας, να διατηρήσουν αναλλοίωτη την παράδοση της Εκκλησίας μας και να την παραδώσουν στους επιγενομένους, όπως την παρέλεβαν από τους ευσεβείς γονείς τους. Αυτό θα ευνοήσει επίσης την ιδέα δημιουργίας ορθόδόξων νεκροταφείων στις Ενορίες με συγκεντρωμένο πολυάριθμο ορθόδοξο πληθυσμό.
Επιγραμματικά σημειώνουμε, τέλος, δυο προτάσεις και για τα Οστεοφυλάκια και την εκταφή ή ανακομιδή των οστών των νεκρών μας.Τα Οστεοφυλάκια είναι γνωστά και σεβαστά στην ορθόδοξη παράδοση, στη συνείδηση των πιστών, στα Ιερά Μοναστήρια και στα νεκροταφεία κυρίως των πόλεων, όπου όμως δεν έχουν ιδιαίτερα καλό όνομα. Δεν αποκλείεται να ζητηθούν και στη Γερμανία, όπου υπάρξουν ορθόδοξα νεκροταφεία. Προς το παρόν δε γνωρίζουμε τι γίνεται με τα οστά των ανθρώπων μας που συμπλήρωσαν το συμφωνημένο διάστημα στο γερμανικό νεκροταφείο.
Ζητούν οι συγγενείς επέκταση του συμφωνητικού;
γίνεται εκταφή και ανακομιδή σε μουσειακούς γερμανικούς τάφους;
γίνεται μετακομιδή στην Ελλάδα χωρίς πληροφόρηση του Ιερέα;
Όλα, νομίζω, μας είναι άγνωστα. Από το Ντύσσελντορφ γνωρίζω τη μετακομιδή των οστών μόνο ενός παιδιού και ενός ενηλίκου στην Ελλάδα μέσω γερμανικού Γραφείου Κηδειών με λειτουργική συμμετοχή και πολύπλευρη βοήθεια του Ιερέα.
Αφήνω για τη συζήτηση τα τελούμενα στους τάφους Τρισάγια και τα σχετικά έθιμα.
4. Το ορθόδοξο νεκροταφείο του Ντύσσελντορφ
Το Ντύσσελντορφ είναι μια πολύ άνετη πόλη τόσο για τους 600.000 περίπου κατοίκους του όσο και για τους νεκρούς του. Έχει πολλά και μεγάλα νεκροτα-φεία και κάποια απ΄ αυτά με δυνατότητα επέκτασης. Στο πιο κεντρικό, πολύ κοντά στον ενοριακό ναό και μόλις 200 μέτρα από το γερμανικό να?δριο και από το εκεί κρεματόριο έχει παραχωρηθεί στους ορθοδόξους μια σημαντική έκταση με προοπτική επέκτασης, ως νεκροταφείο των ορθοδόξων του Ντύσσελντορφ. Εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 2002, είναι αφιερωμένο στον Άγιο Δημήτριο και φιλοξενεί ήδη 29 Έλληνες και 8 Σέρβους. Ίσως κτισθεί κάποτε εκεί και ένας μικρός ορθόδοξος ναός του Αγίου Δημητρίου, οπότε θα αναδειχθεί και η κατηχητική και ποιμαντική του αξία. Σήμερα πάντως θάπτονται ελάχιστοι Έλληνες του Ντύσσελντορφ σε γερμανικά νεκροταφεία.
Η ταφή στα γερμανικά νεκροταφεία έχει το πλεονέκτημα να βρίσκεται σχετικά πλησίον στην κατοικία των στενών συγγενών. Κρατεί όμως τους νεκρούς μας απομονωμένους και άγνωστους στους φίλους και στην Ενορία. Ο ίδιος ο Ιερέ-ας που έκαμε την ταφή είναι σχεδόν αδύνατο να ξαναβρεί τον τάφο χωρίς τη βοήθεια των οικείων. Επισκέπτες από την Ελλάδα αλλά και κάτοικοι άλλων πόλεων της Γερμανίας διερχόμενοι από το Ντύσσελντορφ, τηλεφωνούν και ζητούν τους τάφους αυτούς και δεν είμαστε πάντοτε σε θέση να τους βοηθήσουμε.
Υπάρχουν πάντως και προβλήματα και στο δικό μας νεκροταφείο, που ανα-φαίνονται σιγά σιγά και ενδέχεται να οδηγήσουν σε συγκρούσεις ενοριτ?ν με τον Ιερέα και το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο ή και των διαφόρων ορθοδόξων Ι-ερέων μεταξύ τους, όπως:
καθαριότητα και εμφάνιση των τάφων και του συνολικού χώρου
συμμόρφωση στις οικολογικές και άλλες απαιτήσεις του νεκροταφείου
αρμοδιότητες και σχέσεις των διαφόρων Ιερέων κλπ.
Ευτυχ?ς που η απλότητα των γερμανικών τάφων μέσα στο καταπράσινο πάρκο και οι αυστηρές διατάξεις που διέπουν τα νεκροταφεία δεν επιτρέπουν τις ακρότητες των τάφων της Ελλάδας. Οι Ιερείς καλούμαστε να φροντίσουμε ώστε να εμποδισθούν οι κραυγαλέες πολυτέλειες, οι μάταιες επιδείξεις, τα στέφανα και οι άσχετες με την ορθόδοξη χριστιανική πίστη ανόητες και απαράκλητες επιγραφές, που αναδεικνύουν πολλούς από τους τάφους στην Ελλάδα σε μνημεία ματαιοδοξίας, απαισιοδοξίας και απιστίας. Αγιογραφικά κείμενα και ελληνοχριστιανικά σύμβολα, που αφθονούν στους παλιότερους γερμανικούς τάφους, μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν κατηχητικό υλικό στη σχετική με το θέμα ποιμαντική μας φροντίδα.
Είναι πάντως εμφανές πλέον το πρόβλημα, ποιος αποφασίζει για την κηδεία και για την ταφή εδώ ή τη μετακομιδή στην Ελλάδα: η Εκκλησία, η οικογένεια ή το άτομο; Και θα χρειασθεί να πείσουμε τους νεότερους πως το νεκροταφείο δεν είναι τόπος ταφής μη παραγωγικών και άχρηστων μονάδων αλλά και τρόπος πολιτιστικής έκφρασης και κυρίως πύλη εισόδου στον Παράδεισο.