Με αφορμή τα 60 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Κρητικού λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη πραγματοποίησαν ιδιαίτερα επιτυχή κοινή εκδήλωση με μεγάλη συμμετοχή Ελλήνων και Γερμανών η Ελληνογερμανική Εταιρεία Ντύσσελντορφ και ο Σύλλογος Κρητών Ντύσσελντορφ. Το πρόγραμμα περιελάμβανε, ομιλία, Βασιλόπιτα, Κρητικούς χορούς από τα παιδιά του Συλλόγου, Κρητικό Πιλάφι, γλυκά και καφέ. Την ομιλία έκανε ο εκ των Ιερέων μας π. Ιωάννης Ψαράκης με θέμα: Ματιές ενός Ορθόδοξου Ιερέα στη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Το πιλάφι έκανε η Πρεσβυτέρα Χριστίνη Ψαράκη και τα γλυκά πρόσφεραν κυρίες-μέλη του Συλλόγου Κρητών Ντύσσελντορφ. Την ομάδα με τα μουσικά όργανα αποτελούσαν οι οργανοπαίχτες Κρητικοί: Κυμιωνής Δημήτριος, Κουτσουπάκης Αντώνιος και Ψαράκης Ευτύχιος.
Η ομιλία στα γερμανικά και στα ελληνικά είχε ως εξής:
Εξήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη Ματιές ενός Ορθόδοξου Ιερέα στη ζωή και το έργο του
Ευχαριστώ την ελληνογερμανική Ένωση Ντύσσελντορφ και τον Σύλλογο Κρητών Ντύσσελντορφ για τη σημερινή εκδήλωση με αφορμή τα εξήντα χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη και την πρόεδρο κ. Γιαννιδάκη Χάνε ξεχωριστά και την κ. Δρ. Helwig για τη μετάφραση της ομιλίας μου στα γερμανικά.
Είναι εύκολο να βλέπει κανείς τα ψηλά, απόκρημνα και χιονισμένα βουνά και τα φαράγγια της Κρήτης και του κόσμου και μάλιστα με τη σύγχρονη τεχνολογία, καθισμένος στον άνετο καναπέ του σπιτιού του. Είναι, όμως, άλλο και ιδιαίτερα δύσκολο να είναι ορειβάτης, εξερευνητής ή χιονοδρόμος και να τολμά ν’ ανέβει, να περπατήσει, να τρέξει και να κινδυνέψει σ’ αυτά τα βουνά και τα φαράγγια μόνος κι αβοήθητος, με συντροφιά τον φόβο του θανάτου.
Ο Καζαντζάκης ανήκει στους δεύτερους. Περνά από δρόμους και κορφές που πέρασαν κι άλλοι, μα δοκιμάζει να προχωρήσει πιο πέρα. Τα μεγάλα προβλήματα: Θεός, εαυτός, ζωή, άνθρωπος, κόσμος, πολιτική, κοινωνία, θάνατος, παραμένουν και θα παραμένουν διαχρονικές προκλήσεις για τα μεγάλα πνεύματα κι ο Καζαντζάκης τολμά την αναμέτρηση μαζί τους. Ίσως για να τα λύσει ή μόνο για να τα μελετήσει. Ξέρει καλά πως «τα πάντα ρει» και χρειάζονται πάντοτε μια τολμηρή και επίκαιρη προσέγγιση και τη δοκιμάζει.
Ο Θεός, αν μείνει απόμακρος παρατηρητής των προβλημάτων και προστάτης των φίλων του είναι πεθαμένος, μπορεί και επικίνδυνος. Ο εαυτός καλείται να παλέψει για να κάμει το σκούληκα μετάξι και πεταλούδα για το αύριο. Η ζωή δεν μπορεί να είναι κόλαση ή αγαθό ατομικό και εμπορεύσιμο. Ο άνθρωπος είναι εικόνα Θεού κι έχει χρέος ν’ αγαπήσει όλους τους άλλους ανθρώπους κι όλα τ’ άλλα πλάσματα και να ζήσει ειρηνικά μαζί τους. Ο κόσμος είναι κόσμημα και πρέπει να παραμείνει αν κάθε άνθρωπος γίνει και παραμείνει ένα από τα πετράδια του. Η πολιτική είναι χρέος των εκλεκτών, που θα συνταιριάξει τη δικαιοσύνη και την αγάπη κι όχι όργανο των ποικίλων κατά τόπους και εποχές ισχυρών. Η κοινωνία δεν μπορεί να είναι πεδίο συγκρούσεων κι ούτε αγέλη τυφλών ή αδιάφορων υπηκόων. Κι ο θάνατος, αλίμονο, αν είναι τάφος ή φούρνος κι όχι ελπίδα ανάστασης και αιωνιότητα.
Μ’ αυτά τα προβλήματα παλεύει ο Καζαντζάκης και γι αυτό τον αγάπησα πάντοτε κι εγώ, πριν ακόμη να γίνω Ιερέας, και δεν θα πάψω να είμαι φίλος του. Μην περιμένετε, όμως, να σας παρουσιάσω τη ζωή και το έργο του. Σ’ αυτό δε συμφώνησαν μέχρι σήμερα ούτε οι ειδικοί μελετητές του. Πὠς θα τολμούσα εγώ να μπω στην αγωνία και το χάος της περιπλάνησής του; Θα προσπαθήσω μόνο να σας πω, αυτό που κατάλαβα διαβάζοντάς τον. Πως ήταν πάντα χριστιανός ορθόδοξος με τον δικό του τρόπο, που διάφοροι δεν θέλησαν να του αναγνωρίσουν ή και προσπάθησαν να σπιλώσουν και τον ίδιο και το έργο του.
Η πρώτη μου σύντομη ματιά θα είναι στο πρόσωπο του Καζαντζάκη και στην περίοδο που έζησε.
Ο Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, στο Μεγάλο Κάστρο, στα 1883, μόλις επτά χρόνια από την επανάσταση του 1866, που έληξε με το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου, με αμέτρητους νεκρούς σ’ όλο το νησί, νέα σκληρά μέτρα από τους Τούρκους κατά των Κρητικών και ανανέωση του μίσους μεταξύ των δύο λαών που έπρεπε, όμως, και πάλι να ζήσουν μαζί στα χωριά και στις πόλεις στα βουνά και στα χωράφια.
Οι διηγήσεις για τους ηρωισμούς και τα κατορθώματα των Κρητικών στην επανάσταση, οι θρήνοι για το Αρκάδι, οι βλαστήμιες κι οι κατάρες κατά των Τούρκων και τα μοιρολόγια στο σπίτι και στα μνήματα θα πρέπει να ήταν τα πρώτα και συνεχή ακούσματα του Καζαντζάκη, ενώ τα μαύρα ρούχα, οι μαύροι σταυροί στις πόρτες των σπιτιών, τα νεκροταφεία και τα άγρια πρόσωπα των αντρών, οι εικόνες που πρωτογνώρισε. Ευτυχώς γι αυτόν, στάλθηκε μετά το Δημοτικό από τον πατέρα του στη Νάξο για να φοιτήσει στο εκεί καθολικό σχολειό, να γλιτώσει από τους πολέμους, να μάθει γράμματα και να προκόψει.
Επιστρέφει στο 1899 για να ολοκληρώσει και τις γυμνασιακές του σπουδές και σίγουρα θα άκουσε όσα ακολούθησαν την επανάσταση του 1897 με τον Πρίγκηπα Γεώργιο που έστειλαν οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις ως εγγυητή της αυτονομίας αλλά και της επικυριαρχίας του Σουλτάνου στο νησί. Η χαρά, τέλος, των Κρητικών για την επικράτηση του Βενιζέλου και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα θα έφτασε ασφαλώς και στον φιλομαθή νεαρό Καζαντζάκη, που βρίσκεται στο μεταξύ στην Αθήνα, όπου έχει σπουδάσει στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου.
Στα χρόνια εκείνα μαθαίνει συνολικά επτά γλώσσες ο Καζαντζάκης. Διαβάζει ασταμάτητα και ό, τι μπορεί να βρει: την Αγία Γραφή, τα Συναξάρια των Αγίων της ορθόδοξης Εκκλησίας, ό,τι βρήκε από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και φυσικά τον Όμηρο αλλά και τη σύγχρονή του ελληνική παραγωγή. Ιδιαίτερη σημασία έχει και το γλωσσικό πρόβλημα που συνταράζει την Ελλάδα αυτήν την περίοδο, επειδή βρίσκει τον Καζαντζάκη με τους υπερασπιστές της Δημοτικής γλώσσας, δηλαδή στο αντίπαλο στρατόπεδο από τα ανάκτορα, την Εκκλησία και μεγάλο μέρος της τότε ελληνικής διανόησης.
Πηγαίνει στην Ευρώπη, όπου διαβάζει Νίτσε, Μπερξόν, Δάντη, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Κάντιο, Σπέγκλερ και πολλούς ακόμη κορυφαίους συγγραφείς. Εκεί γνωρίζει από κοντά την καθολική και την ευαγγελική Εκκλησία, τις συνέπειες της Γαλλικής επανάστασης και το χωρισμό των Εκκλησιών, τόσο από το κράτος όσο και μεταξύ τους. Επισκέπτεται επίσης τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, βιβλιοθήκες και μνημεία πολιτισμού. Γνωρίζεται με πολιτικούς, κυβερνήτες και ανθρώπους του πνεύματος, και ζει από κοντά τη ζωή, τα έθιμα, τις ελπίδες, καθώς και τα προβλήματα και τις απογοητεύσεις των λαών της Ευρώπης, της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Αφρικής. Και, πραγματικά συμβαίνουν την περίοδο της ζωής του Καζαντζάκη τρομακτικά πράγματα.
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, η Μικρασιατική καταστροφή, ο ξεριζωμός των Ελλήνων από τον Καύκασο και τη Μικρά Ασία και η απάνθρωπη μεταχείριση των προσφύγων στην ίδια τους την πατρίδα. Η επικράτηση του Κομμουνισμού στη Ρωσία και η απειλή της εξάπλωσής του στην Κίνα και στην Αφρική. Τα φασιστικά καθεστώτα της Ευρώπης, η δικτατορία του Μεταξά στην Ελλάδα, ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος και ο εμφύλιος σπαραγμός των συμπατριωτών του.
Η φτώχεια και η αγραμματοσύνη των λαών και όσα άλλα συνέβαιναν στην Ευρώπη, δηλαδή στον χώρο των χριστιανικών Εκκλησιών, ταράζουν την πίστη του Καζαντζάκη και στους ανθρώπους και στις Εκκλησίες αλλά και στον ίδιο τον Θεό. Υποφέρει, μάχεται με όλους και αναζητά ήρωες και σωτήρες και για τον ίδιο και για την Ευρώπη και για την Ελλάδα και για τον κόσμο και για τον Θεό.
Η δεύτερη ματιά μας θα είναι στην ορθόδοξη ζωή του Καζαντζάκη στην όλη περίοδο της ζωής του.
Λίγο μόνο πρέπει να έζησε ο Καζαντζάκης τη λειτουργική ζωή της ορθόδοξης Εκκλησίας στη νηπιακή και παιδική του ηλικία, πριν φύγει για το καθολικό σχολειό της Νάξου και λίγο στη νεανική. Δε μας είναι γνωστό, αν στη Νάξο πήγαινε σε ορθόδοξους ναούς για λειτουργίες και προσευχές. Μας λείπουν επίσης οι σχετικές πληροφορίες για την περίοδο των σπουδών του στην Αθήνα. Το 1911, πάντως, κάνει τον εκκλησιαστικό γάμο του με τη Γαλάτεια Αλεξίου στο Ηράκλειο στην Εκκλησία Άγιος Κωνσταντίνος και σίγουρα θα ήταν πολύς κλήρος και λαός και πιθανώς ο Μητροπολίτης.
Το 1912 γράφει δύο σχολικά βιβλία, που βραβεύονται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, της Κωνσταντινούπολης, που του παραγγέλνει να γράψει ακόμη δύο.
Σαράντα ημέρες του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου του 1914 τον βρίσκουμε στο Άγιον Όρος με τον Άγγελο Σικελιανό. Πηγαίνει σ’ όλα τα Μοναστήρια, συμμετέχει στις ιερές Ακολουθίες κι έχει συζητήσεις με μοναχούς και ηγουμένους και μ’ ένα μορφωμένο Μητροπολίτη.
Στις 19 Μαρτίου 1915 διαβάζουμε σε γράμματά του από το Μέγα Σπήλαιο όπου βρέθηκε τη Μεγάλη Πέμπτη: «Μεγάλη συγκίνηση στην Εκκλησία. Ο Σταυρωμένος μου φάνηκε πιο δικός μου, πιο εγώ. Βαθύτατα ένιωσα τον πάσχοντα Θεό μέσα μου κι είπα: με την επιμονή και την αγάπη και την προσπάθεια θα ‘ρθει η ανάσταση. Χαρά, νίκη του πάθους, εξαΰλωση, ελευθερία». Και στις 20 του ίδιου μήνα: « Θεέ μου σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έσωσες από το θάνατο, που δε μπορούσα να τον ανεχτώ… Μόνο εσύ, αιώνιε και γαλήνιε, μπορείς ν’ αναπάψεις την υψηλή ταραχή της καρδιάς μου». ( 3)
Το 1920 τον βρίσκουμε σε Μοναστήρι κοντά στους Δελφούς κι από κει στο Βροντήσι της Κρήτης, πάλι σε Μοναστήρι, του Αγίου Ιωάννη στις 29 Αυγούστου και γράφει:
«από τα ανοιχτά παράθυρα ήσυχο αεράκι έμπαινε στην Εκκλησία και γύριζε τα φύλλα του ψαλτηρίου στο αναλόγιο». (4)
«Στο 1922 διαβάζουμε στο έργο του «Συμπόσιο» το παλιότερο όνειρο του Καζαντζάκη να πάει ν’ ασκητέψει δυο χρόνια στο Άγιο Όρος μέσα σε απόλυτη σιγή. «Τι ζητούσα; Να πειθαρχήσω σ’ ένα ρυθμό αυστηρό, να καταταχτώ σ’ ένα στρατό, που κίνησε για την παράβολη ελπίδα… Να νικήσω κι εγώ, όπως οι ασκητές, τη μικρολογία, το φόβο και το θάνατο, πιστεύοντας». Και πιο κάτω: «Σήκω. Το Θεό ζητάς; Να τον! Είναι η πράξη, η γιομάτη σφάλματα, ψαχουλέματα, επιμονή κι αγώνα. Θεός είναι όχι η δύναμη που βρήκε την αιώνια ισορροπία, μα η δύναμη που σπάζει αιώνια την κάθε ισορροπία, ζητώντας όλο κι ανώτερη. Και βρίσκει το Θεό και δουλεύει μαζί του όποιος με την ίδια μέθοδο, στο στενό του κύκλο, αγωνίζεται και προχωρεί». (5)
Στην περίοδο, επίσης, μιας σχέσης του με μια Εβραία, το 1922, γράφει: « Κοίταξε, Θεέ μου, τούτη τη χαριτωμένη κοπέλα…» …«Αγώνας μέσα της γιατί είμαι χριστιανός…».Ποιος της το είπε, παρά ο ίδιος, για να ξέρει με ποιον είναι και, αν θέλει, να συνεχίσουν; (6)
Το 1927 διαβάζουμε: «Η ιδέα να οργανώσει ένα εγκαταλειμμένο Μοναστήρι σε κοινόβιο ξανάρχεται στο νου του Καζαντζάκη. Όμως, μια κι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν τον ακούει στρέφεται ολόκληρος προς το Παρίσι». (8)
Στις 18.2.1927, προσκυνητής στο όρος Σινά, γράφει στην Έλενα Σαμίου: «Σας γράφω από την «Αγία Κορυφή», ύψος 2300 μέτρα, όπου ο Θεός έδωκε στο Μωυσή τις 10 εντολές».(8α)
Στις 9.3.1927 διαβάζουμε σε γράμμα του: «Ο θεός μας συντηρεί πάντα άγρυπνους, καλούς, φλεγόμενους» (9)
Διαβάζοντας τα βιβλία του βλέπουμε απίστευτα πολλά ονόματα, πρόσωπα, θαύματα περιστατικά, αποσπάσματα και σκηνές πάθους με φωτιά και νερό, από την Αγία Γραφή, κάποιες φορές αυτούσια κι άλλες προσαρμοσμένα στο μέτρο ή στο νόημα των στίχων του. Η λέξη Θεός και οι λέξεις που εννοούν τη φωτιά:-πυρ, πυρά, φλόγα,-είναι οι πιο συχνές στο έργο του, όπως και στην Αγία Γραφή και κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη.
Εκφράσεις, όπως: «Θεέ μου», «Δόξα σοι ο Θεός», «αν θέλει ο Θεός», «ο Θεός μαζί σου» βρίσκονται εκατοντάδες φορές στα «Τετρακόσια γράμματά στον Πρεβελάκη» και σε άλλα γράμματά του σε φιλικά του πρόσωπα σε όλη την περίοδο της ζωής του αλλά και στα έργα του.
Στις 11 Νοεμβρίου1945 έρχεται σε Β΄ γάμο με την Ελένη Σαμίου στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση στην Αθήνα με κουμπάρους τον Άγγελο Σικελιανό και την Άννα Σικελιανού. (11)
Αυτό σημαίνει πως πήρε κανονικό διαζύγιο από την Εκκλησία για τον γάμο του με τη Γαλάτεια Αλεξίου και πως ήταν τότε ορθόδοξος χριστιανός για να μπορεί να κάνει στην Εκκλησία τον δεύτερο γάμο του. Η περιβόητη, όμως, ΑΣΚΗΤΙΚΗ του έχει γραφεί 23 χρόνια πιο πριν. Άρα οι φήμες κι οι γνώμες κάποιων, πως είναι άθεος, δεν ισχύουν για την Εκκλησία εκείνη την περίοδο.
Στις 18.12.52 γράφει στον Πρεβελάκη: « Χαίρομαι που έρχεται, ας είναι και μια φορά το χρόνο η γιορτή μου, για να λάβω γράμμα σας». (12)
Και την 1η Απριλίου του 1953 του γράφει πάλι:
« Ο Θεός μαζί σας, αγαπητέ, μοναδικέ σύντροφε. Ο Χριστός Ανέστη!» (13)
Η Τρίτη μας σύντομη ματιά θα είναι σε κάποια από τα βιβλία του
1. Ο Φτωχούλης του Θεού
Ο φτωχούλης του Θεού είναι η προσγείωση του Καζαντζάκη από το χάος των θεωριών και το ανέλπιδο των καθεστώτων της Ευρώπης στην ανιδιοτελή πραγμάτωση της αγάπης για τον άνθρωπο και τον συνολικό κόσμο του Θεού. Δεν υπάρχει στο έργο ούτε άρνηση του Θεού ούτε άρνηση του κόσμου. Η διαρχία των καθεστώτων της Δύσης και οι διαθέσεις αλληλοεξόντωσης με σκοπό την επιβολή, δίνουν τη θέση τους στην αυθόρμητη και ειλικρινή διακονία του ανθρώπου. Η καθολική Εκκλησία, που τιμωρήθηκε από τον Λούθηρο και τη γαλλική επανάσταση για το αλάθητο και τη διαφθορά της, αλλά δε διορθώθηκε ποτέ, γίνεται με τον Φτωχούλη του Θεού ελπίδα και για την ίδια και για το δυτικό κόσμο. Γι αυτό και δεν είναι τυχαίο ,που υποχρεώθηκε και ο Πάπας να θαυμάσει και να επαινέσει το έργο. Μπορεί να βρήκε ο Καζαντζάκης τον πρωταγωνιστή του ακόμη και μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, στην όχι ακόμη κατανοημένη Ορθοδοξία που κουβαλά στην ψυχή του. Εκείνο που έλειπε από την επηρμένη δύση, να ήταν αυτός ,ο φτωχούλης του Θεού; Είχε σοφούς, είχε δυνατούς, είχε προτάσεις και προγράμματα, μα δεν είχε αλήθεια, δικαιοσύνη και αγάπη πουθενά. Ίσως μάλιστα και να μην είναι καθόλου τυχαίο που τον βάζει κάπου ξαφνικά, όπως και τον Γκρέκο. Μια μορφή ορθοδοξίας, δηλαδή, που δεν μπόρεσε να δράσει στην ορθόδοξη Ανατολή, να βρίσκεται κάπου στην ανέλπιδη Δύση. Και γράφει ο ίδιος: «Έγραψα τον Άγιο Φραγκίσκο, γιατί η σημερινή εποχή μας έχει ανάγκη από ήρωες, που είναι συνάμα και άγιοι». (14)
2. Ο Καπετάν Μιχάλης
Ο Καπετάν Μιχάλης είναι η μυθική Κρήτη. Όλοι οι ήρωες της κρητικής μυθολογίας και όλοι των κρητικών επαναστάσεων, μαζί και οι αγώνες του κρητικού λαού για την ελευθερία και για την ύπαρξή του, προσωποποιούνται στον ήρωα του έργου. Από την άποψη που μας ενδιαφέρει στην ομιλία μας είναι ο ορθόδοξος χριστιανός κρητικός. Είναι ο τίμιος, ο άντρας, ο μπεσαλής, όχι ο αναμάρτητος, ο συνεχιστής του έργου των προγόνων, ο φύλακας της παράδοσης του τόπου μέσα στην άγρια συγκυρία που του έλαχε στην εποχή του. Πρέπει να κάμει οικογένεια για να κρατηθεί η γενιά. Πρέπει να δουλεύει τη γη για τη ζωή και τη συνέχιση της ελπίδας. Πρέπει να κρατηθεί η Εκκλησία. Πρέπει να βρίσκει τρόπους να αντροκαλείται με την ύπουλη πραγματικότητα. Εξ άλλου, οι βλάστημες λέξεις και προτάσεις που ξεστομίζονται στο έργο, δεν είναι καθόλου πιο βλάστημες από εκείνες που ακούμε και βλέπουμε στη σημερινή Κρητική πραγματικότητα χωρίς ούτε να ενοχλείται ούτε να αφορίζεται κανείς.
3. Ο Χριστός ξανασταυρώνεται
Στο έργο «ο Χριστός ξανασταυρώνεται» έχουμε αληθινές και συγκεκριμένες τραυματικές εμπειρίες του Καζαντζάκη. Ο ίδιος έφερε τους πρώτους Έλληνες από τον Καύκασο και είδε τους δεύτερους, ξεριζωμένους από την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία Έλληνες, να φθάνουν στην Ελλάδα και να μην τους θέλει κανείς. Ούτε η πολιτεία ούτε η Εκκλησία ούτε οι Έλληνες κάτοικοι του κάθε τόπου, όπου βρέθηκαν και προσπάθησαν να ζήσουν. Ο μοναχοφαγάς παπα Γρηγόρης που εκπροσωπεί στο έργο την Ελλάδα είναι υπαρκτή πραγματικότητα και συμπεριφορά που κράτησε πολύ καιρό και ο παπα Φώτης είναι πρότυπο Έλληνα ορθόδοξου και γενναίου ιερέα που αγωνίζεται για τον λαό που του εμπιστεύθηκε ο Θεός και μακάρι να μη λείψει ποτέ από την Ελλάδα. Ναι! Ο Χριστός, ο Μανωλιός στο έργο, ξανασταυρώνεται από τους ομοεθνείς του Έλληνες, όπως και ο Χριστός από τους ομοεθνείς του Εβραίους. Αντί να καταδικάζεται άκριτα αυτό το έργο, θα μπορούσε να γίνει εθνική αυτοσυνειδησία και κατήχηση.
Οι Αδερφοφάδες
Οι Αδερφοφάδες είναι η τραγική πραγματικότητα του εμφύλιου σπαραγμού, που ακολούθησε τη γερμανική καταστροφή και μάλλον εξακολουθεί να είναι έργο επίκαιρο μέχρι και σήμερα. Με το να κρίνει κανείς αρνητικά κάποιες λέξεις ή και τολμηρές εκφράσεις
του έργου δεν απαλλάσσει ούτε το κράτος ούτε την Εκκλησία από τις ευθύνες τους. Η κριτική που κάνει στην εκμετάλλευση των ιερών κειμηλίων, στη φιλοχρηματία του κλήρου, και στην ταύτισή του με συγκεκριμένη κομματική ιδεολογία και συμπεριφορά, πέρα από την πιθανότητα να ισχύει και για σήμερα, θα μπορούσε να επιφέρει αυτοσυνειδησία και διόρθωση στα λάθη της Εκκλησίας. Ο Παπα Γιάνναρος, ίσως, θα έπρεπε να προβληθεί σαν πρότυπο Έλληνα ορθόδοξου Ιερέα. Η επιλογή του να στηθεί μόνος του στον τοίχο για να εκτελεστεί μαζί με πους ενορίτες του έχει το προηγούμενό της μόνο στην εποχή των μεγάλων μαρτύρων της Εκκλησίας. Και ενθυμούμαι τον μακαριστό πρώην Μητροπολίτη Γερμανίας Ειρηναίο που είχε πει πολλές φορές: «Κάποιος πρέπει να γράψει ένα έργο με θέμα: «Ο Καπετάν Παπάς».
4. Ο τελευταίος πειρασμός
Ο τελευταίος πειρασμός είναι ένα ιδιαίτερα τολμηρό έργο. Οι αμφιβολίες που αφήνει ο συγγραφέας για τον Υιό του Θεού που πιστεύουν οι Εκκλησίες, σκανδαλίζουν όντως τον ανυποψίαστο πιστό. Ωστόσο, χωρίς να είναι σαφές, ίσως να αφορά την υποκρισία και τη διαφθορά της καθολικής Εκκλησίας. Βρήκα ο ίδιος και αγόρασα κάποτε ένα πίνακα, που απεικονίζει τον «τελευταίο πειρασμό», χωρίς βέβαια να το γράφει, αλλά δεν μπόρεσα μέχρι σήμερα να μάθω, αν είναι φθιαγμένος πριν ή μετά από τη συγγραφή του έργου. Αν είναι μετά, τότε ο ζωγράφος μπορεί να τον εμπνεύστηκε από τον Καζαντζάκη. Αν είναι , όμως, πριν, όπως πιστεύω, τότε δεν πρέπει να κακίσουμε τον Καζαντζάκη για την έμπνευσή του. Σε κάθε περίπτωση δείχνει το πνευματικό αδιέξοδο του Καζαντζάκη. Ο Πάπας το αφόρισε αλλά δεν απάντησε στην έφεση που έκανε ο Καζαντζάκης «στο Δικαστήριο του Θεού» και την έστειλε στην αρμόδια Επιτροπή. Επίσης: η ορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής, που φαίνεται να καταδίκασε το έργο, ως: «αισχρότατο, ως άθεο και προδοτικό» ομολογεί πως δεν το διάβασε αλλά στηρίχτηκε στα άρθρα της ιδιαίτερα συντηρητικής εφημερίδας της εποχής: «ΕΣΤΙΑ» και δεν απάντησε επίσης στη χαρακτηριστική απάντηση του Καζαντζάκη. «Με καταραστήκατε, άγιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και τόσο θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ.» (17)
Καιρός, όμως να κλείσουμε την ομιλία μας με μια τελευταία ματιά στον θάνατο του Καζαντζάκη.
Ο Καζαντζάκης πεθαίνει στο Freiburg της Γερμανίας το 1957 και διακομίζεται να ταφεί στη μαρτυρική γενέτειρά του την Κρήτη. Υπάρχει, όμως, ενδιάμεσος σταθμός της σωρού στην Αθήνα και τα ερωτήματα της εποχής είναι δύο.
Θα τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα στον Μητροπολιτικό ναό της Αθήνας ή όχι;
Θα αφοριστεί από την Εκκλησία της Ελλάδας ή όχι;
Διάφοροι Επίσκοποι της εποχής έχουν ζητήσει με άρθρα τους την καταδίκη των έργων του και τη σύσταση στους πιστούς να μην τα διαβάζουν. Το ίδιο και κάποιοι θεολόγοι καθηγητές του Πανεπιστημίου, των οποίων η γνώμη ζητήθηκε από την Εκκλησία της Ελλάδας. Η απόφαση του συνόλου των καθηγητών του Πανεπιστημίου δεν είναι καταδικαστική. Πολλοί λαϊκοί και κληρικοί είναι, πάντως, εναντίον του Καζαντζάκη και η επίσημη Εκκλησία βρίσκεται διχασμένη. Ο ζωηρός και ταραξίας Αρχιμαντρίτης Αυγουστίνος Καντιώτης έχει ξεσηκώσει κλήρο και λαό και τα επεισόδια θεωρούνται αναπόφευκτα. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος δεν επιτρέπει, τελικά, το λαϊκό προσκύνημα σε ναό και το σκήνωμα διανυκτερεύει στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, καλεί δε τη Σύνοδο να αποφασίσει για τον αφορισμό.
Ο Αφορισμός αναμένεται με βεβαιότητα. Ο εισηγητής έχει γραμμένο το πύρινο κατηγορητήριο και τα προγνωστικά δεν αφήνουν περιθώρια για αμφιβολίες. Ωστόσο, πολλά πρέπει να έγιναν εκείνη τη νύχτα. Και στο Παλάτι και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη και στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής στην Αθήνα. Έτσι, ακυρώνει τη συζήτηση της Συνόδου το πρωί ο Αρχιεπίσκοπος με τη δικαιολογία ότι ο νεκρός ανήκει στην Εκκλησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι της Ελλάδας, πράγμα που είναι εκκλησιαστικά σωστό και έτσι αποφεύγεται ο αφορισμός. Και καταγράφεται μεν η οργή και τα έκτροπα των φανατικών ορθοδόξων στα έντυπα της εποχής, όμως, ο Κρητικός νεκρός διακομίζεται πλέον, για να ταφεί στη γενέτειρά του στο Ηράκλειο, όπου το κλίμα είναι φιλικό και δε θα λείψουν οι τιμές. Η Κηδεία του γίνεται στον Καθεδρικό ναό του Αγίου Μηνά, προεξάρχει ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευγένιος και συμψάλλουν 17 Ιερείς και η ταφή του γίνεται στην Ντάμπια Μαρτινέγκο, στο σημείο που βρίσκεται μέχρι σήμερα ο τάφος του και αποτελεί ένα από τα «αξιοθέατα» της πόλης. Οι φωτογραφίες και τα Βίντεο της εποχής δείχνουν την κοσμοσυρροή και την επισημότητα της εκφοράς και από τον τύπο των ημερών μαθαίνουμε, πως ο στρατιωτικός Ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης έκαμε την ταφή χωρίς να ζητήσει άδεια από την Υπηρεσία του, από την οποία και τιμωρήθηκε αργότερα με 20ήμερη φυλάκιση για τη φυγή του από το στρατόπεδο.
Ας προσθέσουμε ακόμη, τελειώνοντας, και ότι: Ο ομιλών μνημονεύει και τον Νίκο Καζαντζάκη σε κάθε λειτουργία του και πήγε πολλές φορές στον τάφο του για στοχασμό και προσευχή.
Αιωνία του η μνήμη!
Σας ευχαριστώ για την υπομονή να με ακούσετε.
Sechzig Jahre nach dem Tod von N. Kazantzakis Einbluecke eines orthodoxen Priesters in Leben und Werk des Schriftstellers
Meine sehr geehrte Damen und Herren!
Liebe Gaeste
Ich bedanke mich bei der Deutsch-griechischen Gesellschaft Duesseldorf und dem Verein der Kreter in Duesseldorf fuer die heudige Veranstal-trung aus Anlass der sechzigsten (60) Wiederkehr des Todes von N. K.
Mein besonderer Dank gilt den Vorsitzenden der Deutsch-Griechischen Gesellschaft Frau Yannidakis-Hahne und Frau Dr. Hellwig
fuer die Uebersetzung meines Vortrages ins Deutsche.
Mit der modernen Technologie ist es leicht fuer jemanden
vom bequemen Sofa der eigenen Wohnung aus
die hohen steilen und verschneiten Berge
und die Schluchten Kretas und der Welt zu betracten....
Aber fuer jemanden, der Bergsteiger, Forscher
oder Skilaufer ist und wagt, auf die Bergen allein
und ohne Hilfe zu steigen, und dabei das Leben zu riskieren,
ist es etwas anderes und besonders schwierig.
Kazantzakis gehoert zu den zweiten Gruppe.
Er geht auf den Wegem und ueber die Gipfel, ueber die auch andere gelaufen sind, aber er versucht weiter zu gehen.
Die grossen Fragen:
Gott, Ich, Leben, Mensch, Welt, Politik, Gesellschaft, Tod,
waren schon immer und werden auch immer noch
ueberzeitliche Herausforderungen fuer die grossen Geister sein.
Kazantzakis stellt sich ihnen.
Vielleicht um sie zu loesen oder nur um sie zu studieren.
Er weiss gut, dass alles sich mit der Zeit veraendert
und es immer gewagten und aktuellen Annaerung bedarf,
und er versucht diese.
---Wenn Gott aus der Ferne die Probleme seiner Glaeubigen betrachtet und diese beschuetzt, ist er – der Gott – verstorben,
vielleicht auch gefaerlich.
---Das ich, wird gerufen zu kaempfen,
um aus dem einen Wurm Seide zu machen und einen Schmetterling fuer die Zukunft.
---Das Leben, kann nicht privates und kaeufliches Guut
oder gar Hoelle sein.
---Der Mensch, ist das Ebenbild Gottes und seine Pflicht ist es,
alle anderen Menschen und alle anderen Lebewesen zu lieben und friedlich mit ihnen zu leben.
---Der Kosmos, (die Welt), ist ein Schmuckstueck und muss ein solches bleiben.
Das wird erreicht, wenn jeder Mensch zu einem seiner Edelsteine wird.
---Politik ist Pflicht der Auserwaehlten.
Sie muss Gerechtigkeit und Liebe vereinbaren. Sie darf nicht das Instrument verschiedener Maechtiger je nach Ort und Zeit sein.
Die gesellschaft kann weder Kampffeld noch eine Scharblinder oder uninteressierter Buerger sein.
---Und wehe!… wenn der Tod nur Grab oder Verbrennungsofen waere
und nicht Hoffnung auf Auferstehung und Ewigkeit bedeutete.
---Mit diesen Fragen kaempft Kazantzakis und deshalb habe ich ihn immer geliebt, bevor ich Priester wurde, und ich werde niemals aufhoeren sein Freund zu sein. Erwarten Sie aber nicht, dass ich Ihnen sein Leben und sein Werk praesentiere. Ueber dieses sind bis heute nicht einmal die spezialisierten Forscher einig. Wie koennte ich wagen, in die Spanung und das Chaos seine Wanderung einzusteigen?
Ich werde lediglich versuchen, ihnen zu vermitteln,
was ich verstanden habe, als ich seine Werke gelesen habe.
Er war in seiner eigenen Art immer christlich-orthodox,
was manche nicht wahrhaben wollten, sondern im Gegenteil versuchten, ihn und sein Werk zu beflecken.
Mein erster Blick wird sich auf Kazantzakis als Person und auf seine Zeit richten.
Kazantzakis wird 1883 in Heraklion auf Kreta, im damaligen Candia, geboren, sieben Jahre nach der Revolution von 1866, die mit dem Holokaust des Klosters Arkadi, mit Unzaeligen Toten auf der ganzen Insel, mit neuen harten Massnahmen der Tuerken gegen die Kreter,
und die Wiederbelebung des Hasses zwischen den zwei Voelkern endete,die Trotzdem wieder, in den Doerfern und Staedten,
auf den Bergen und Feldern zusammen leben mussten.
Die Erzaelungen ueber die grossen Heldentaten der Kreter waerend der Revolution, die Klagelieder ueber Arkadi, die Flueche gegen die Tuerken als auch das Jammern zu Hause und an den graebern, muessen die ersten Worte gewesen sein, die Kazantzakis regelmaessig gehoert hat. Entsprechend, die schwarze Kleidung, die schwarzen Kreuze an den Tueren der Haeuser, die Friedhoefe, und die wilden Maennergesichter,
die ersten Bilder, die er gesehen haben muss.
Gluecklicherweise wird er von seinem Vater, direkt nachdem er die Regelschule beenden hat, nach Naxos geschickt, damit er dort die katholische Schule besucht, den Kriegen entflieht, studiert und ein besserer Mensch wird.
1899 kehrt er zurueck, um das Gymnasium zu absolvieren.
Sicherlich muss er alles gehoert haben, was gefolgt ist, als die Europaeischen Maechte den prinzen Georg als Garanten der Autonomie, aber auch der Oberherrschaft des Sultans auf die Insel schicken.
Schliesslich muss den wissbegierigen jungen Kazantzakis, der in jener Zeit in Athen Jura studiert, auch die Freude der Kreter ueber den Sieg von Venizelos und die Vereinigung von Kreta mit Griechenland erreicht haben.
In diesen Jahren lernt Kazantzakis insgesamt sieben Sprachen.
Er liest ununterbrochen alles, was er finden kann.
Die Heilige Schrift, die Viten der Heiligen der orthodoxen Kirche,
alles was ihm von der antiken griechischen Philosophie in die Haende faellt, natuerlich Homer und Tragoedien, aber auch die Zeitgenoessische griechische Literatur.
Eine besondere Bedeutung bekommt das Sprachproblem, das Griechenland in dieser Zeit erschuettert, weil er auf der Seite der Verteidiger der Volksprache, Dimotiki, ist.
Er geht nach Europa, wo er Nietzsche, Bergson, Dante, Tolstoi, Dostojewski, Kant, Spengler und viele andere grosse Schriftsteller studiert. Dort, lernt er aus der Naehe die katholische und die evangelische Kirche kennen, aber auch die trennung der Kirchen und die Konsequenzen der Franzoesischen Revolution. Er besucht auch die meisten europaeischen Laender, Bibliotheken und Kulturdenkmaeler.
Er macht die Bekannschaft von Politikern, Regierungsmaennern
und Intellektuellen und erlebt aus naechster Naehe die Sitten und Hoffnungen, aber auch die Probleme und die Entaeuschungen der Voelker Europas, Chinas, Japans und Afrikas.
Tatsaechlich geschehen in Kazanzakis Zeit schreckliche Dinge:
Die Balkankriege, der 1. Weltkrieg, die kleinasiatiche Katastrophe,
die Vertreibung der Griechen aus Kaukasus und Kleinasien und die unmaenschliche Behandlung der Fluechtlinge in ihrem eigenen Heimatland. Die Herrschaft des Kommunismus in Russland und die Gefahr seiner Ausbreitung nach China und Afrika. Die faschistischen Regimes Europas, der 2. Weltkrieg, die Diktatur von Metaxas in Griechenland und der Buergerkrieg seiner Landsleute.
Die Armut und die Ungebildetheit der Voelker und alles, was in Europa geschieht, und zwar im Umfeld der christlichen Kirchen, erschuettern seinen Glauben sowohl an den Menschen als auch an die Kirchen, aber auch an Gott selbst. Er leidet, kaempft gegen alle und sucht nach Helden und Rettern sowohl fuer sich selbst als auch fuer Europa, fuer Griechenland, fuer die Welt und fuer Gott.
Mein zweiter Blick gilt Kazanzakis Verhaeltnis zur Orthodoxie
Kazantzakis muss nur wenig vom liturgischen Leben der orthodoxen Kirche im Kleinkind- und kindesalter mitbekommen haben, bevor er zur katholischen Schule nach Naxos geht, und auch ein wenig in seinem Jugendalter. Es ist nicht bekannt, ob er auf Naxos orthodoxe Kirchen besucht hat, um an Liturgien teilzunehmen oder um zu beten.
Es fehlen auch diesbezueglich Informationen ueber seine Studienzeit in Athen.
1911 heiratet er jedenfalls Galatia Alexiou in der Kirche Heiliger Konstantin in Heraklion.
1912 schreibt er zwei Schulbuecher, die vom Oekumenischen Patriarchat in Konstantinopel ausgezeichnet werden, und er bekommt den Auftrag, noch zwei weiter su verfassen.
Fuer vierzig Tage im November und Dezember 1914 ist er zusammen mit Angelos Sikelianos auf dem Heiligen Berg Athos. Er besucht alle Kloester, beteiligt sich an allen heiligen Liturgien und fuehrt Gespraeche mit Moenchen, und Aebten und mit einem gebildeten Metropoliten.
Am 19. Maerz 1915 schreibt er in einem Brief aus Mega Spileon, wo er sich am Gruendonnerstag befindet: (Zitat): „Eine grosse Ruehrung herrscht in der Kirche. Der Gekreuzigte erschien mir naeher.
Zutiefst spuere ich den leidenden Gott in mir und sagte:
mit Ausdauer und Liebe und Anstrengung wird die Auferstehung kommen. Freude, Sieg ueber alles Leid, Immaterialisierung, Freiheit.“ (Zitatende).
Und am 20. Desselben Monats: (Zitat): „Mein Gott, ich danke dir, dass du mich vom Tod, den ich nicht aushalten konnte, gerettet hast. Nur du, Ewiger und Gelassener, kannst die grosse Unruhe meiner Seele besaenftigen“ (Zitatende).
1920 ist er in einem Kloster in der naehe von Delphi, und von dort aus Geht er nach Brontisi auf Kreta, ist wieder in einem Kloster, diesmal in dem des Heiligen Johannes. Am 29. August schreibt er: (Zitat)
„Durch die offenen Fenster wehte eine leichte Brise in die Kirche herein, und Drehte die Blaetter der Gesangbuecher auf dem Analogion um“ (Zitatende).
1922 lesen wir in seinem Werk „SYMPOSION“ ueber Kazantzakis frueeren Traum, zum Heiligen Berg Athos zu ziehen und in Absoluten Schweigen zwei Jahre in Askese zu leben. (Zitat): „Was suchte ich? Einem strengen Rhythmus zu gehorchen, mich einer Armee einzuordnen, wie die Asketen durch den Glauben, die Kleinigkeitskraemerei zu besiegen, auch die Angst und den Tod.“ (Zitatende).
Und weiter: (Zitat): „Steh auf! Gott suchst du; Hier ist er! Er ist die Tat, die voll Fehler ist, Tasten und suchen, Aushalten und Kaempfen. Gott ist nicht die Macht, die das ewige Gleichgewicht fand, sonder die Macht, die ewig jegliches Gleichgewicht zerstoert und immer ein hoeheres sucht. Derjenige findet Gott und arbeitet mit imm zusammen, der mit gleicher Methode in seinem engen Kreis kaempft und weiter geht“ (Zitatende).
In der Zeit, als er zu einer Juedin eine Beziehung hat, ebenfalls im Jahre 1922, schreibt er: (Zitat): „Schau, mein Gott, diese Huebsche Frau…
Sie Kaempft mit sich, weil ich Christ bin…“ (Zitatende).
Wer hat es ihr gesagt ausser ihm selbstr, damit Sie weiss, zu wem sie eine Beziehung eingegangen ist, und diese weiterhin pflegt, sofern Sie moechte?
Am 18.2.1927, als er auf den heiligen Berg von Sinai pilgert, schreibt er an Elena Samiou: (Zitat): „Ich schreibe Ihnen von „dem Heiligen Gipfel“ in 2300 Meter hoehe, wo Gott Moses die 10 Gebote gab“ (Zitatende).
In seinem Brief vom 9.3.1927 lesen wir: (Zitat):
„Gott erhaelt uns immer wachsam, gut, brennend“ (Zitatende).
Beim Lesen seiner Buecher treffen wir auf unglaublich viele Namen, Personen, Wunder, Ereignisse, Auszuege der heiligen Schrift. Diese sind manchmal unveraendert, ein andermal dem Mass oder dem Inhalt seiner Zeilen angepasst. Das Wort Gott und die Begrife fuer das Feuer (φωτιά, πυρ, πυρά, φλόγα) sind die haeufigsten in seinem Werk,
genau wie in der Heiligen Schrift und vor allem im Alten Testament.
Ausdruecke, wie: „Mein Gott, Gott sei Dank, Soweit Gott will, Gott sei mit dir“, finden wir hundertmal in „Vierhundert Briefen an Prevelakis“ und in anderen Briefen an Freunde, aber auch in seinen anderen Werken.
Am 11 November 1945 schliesst Kazantzakis zum zweiten Mal eine Ehe, dieses Mal mit Eleni Samiou in Agios Georgios Karytsis in Athen. Trauzeuge sind Angelos Sikelianos und Anna Sikelianou. Dieses bedeutet, dass seine Ehe mit Galateia Alexiou regulaer durch die Kirche geschieden worden ist und dass er zu dieser Zeit christlich-orthodox ist, damit er zum zweiten Mal kirchlich heiraten darf. Seine beruehmte ASKESE ist jedoch 23 Jahre vorher geschrieben worden. Infolgedessen haben die Geruechte, dass er ein Atheist gewesen sei, keine Gueltigkeit fuer die Kirche in der damaligen Zeit.
Am 18.12.1952 schreibt er an Prevelakis: (Zitat): „ Ich freue mich, dass ich wenigsten einmal im Jahr Ihre Karte bekomme, und wenn es nur zu meinem Namenstag ist“.(Zitatende).
Und am 1. April 1953 schreibt er wieder: (Zitat): „Gott sei mit Ihnen, lieber, einziger Kamerad. Jesus ist auferstanden“. (Zitatende)
Mein dritter Blick richtet sich auf Kazantzakis Buecher
Mein Franz von Assizi
Das Werk „Mein Franz von Assizi“ bedeutet Kazantzakis Abkehr vom Chaos der Theorien und von der Hoffnungslosigkeit der europaeischen Regierungen und seine Hinwendung zur selbstlosen Verwirklichung der Liebe fuer den Menschen und den gesamten Kosmos Gottes.
Die Rivalitaet der Regierungen im Westen weichen dem spontanen und ehrlichen Dienst am Menschen. Die katholische Kirche, die wegen ihrer Primatlehre und ihrer Korruption von Luther und der franzoesischen Revolution bekaenft worden ist, aber sich niemals verbessert hat,
kann durch Franz von Assizi zur Hoffnung, sowohl fuhr sich selbst,
als auch fuer die westliche Welt werden. Daher ist es kein Zufall, dass selbst der Papst sich verpflichtet gefuehlt hat, dieses Werk zu bewundern und zu loben. Es ist moeglich, dass Kazantzakis seinen Helden in sich selbst gefunden hat, in der noch nicht verstandenen Orthodoxie, die er in seiner Seele traegt. War vielleicht Franz von Assizi das, was im hochnaessigen Westen fehlte?
Der Westen hatte zur damaligen Zeit weise, maechtige maenner,
hatte Vorschlaege und Programme, aber er hatte nirgendwo Wahrheit, Gerechtigkeit und liebe. Vielleicht ist es auch kein Zufall, dass Kazantzakis Franz, ploetzlich wie Greko in den Westen versetzt:
eine Gestalt der Orthodoxie, die nicht im orthodoxen Osten wirken konnte, befindet sich im hoffnungslosen Westen. Er selbst schreibt: (Zitat): „Ich habe den Heiligen Franz geschrieben, weil unsere Zeit Helden braucht, die gleichzeitig heilig sind“. (Zitatende)
Kapitaen Michalis
Kapitaen Michalis verkoerpert das mythische Kreta. Alle Helden der kretischen Mythologie und alle Helden der kretischen Revolutionen, darunter auch die Kaempfer des kretischen Volkes personifiziert.
Fuer diesen Vortrag ist relevant, dass der Held des Romans
ein orthodoxe Kreter ist. Er ist der wuerdige Mann, das Mannsbild,
der zuverlaessige, nicht der von Suenden freie Mann, sondern derjenige, der das Werk der Vorfahren weiter bringt, der Bewahrer der Tradition des Landes in den wilden Umstaenden seiner Zeit.
Er muss eine Familie gruenden, damit die Sippe erhalten bleibt.
Er muss das Land Bestellen, um das Noetige fuers Leben zu gewinnen und weiter hoffnungsvoll zu sein. Er muss die Kirche erhalten. Er muss Wege finden, um mit Mannesmut die heimtuerkische Ereignisse abzuwehren. Die blasphemischen Worte und Saetse, die man in diesem Werk liest, sind kein bisschen blasphemischer als jene, die auch wir heute auf Kreta hoeren, ohne dass jemand beschuldigt oder exmommuniziert wird.
Die Griechische Passion
Im Werk «Die griechische Passion» haben wir wahre und konkrete traumatische Erfahrungen von Kazantzakis. Er selbst brachte die ersten Griechen vom Kaukasus nach Griechenland und sah, wie danach die naechsten Griechen, geflohen aus Konstantinopel und Kleinasien, nach Griechenland kamen und niemand sie dort haben wollte: weder der Staat noch die Kirche noch die griechischen Einwohner des jeweiligen Ortes, wo immer sie sich befanden und zu ueberleben versuchten.
Der habgierige Papa Grigoris, der im Werk Griechenland symbolisiert, ist real, und ein solches Verhalten hat lange gehalten. Der Papa Fotis, ist das Vorbild eines griechisch-orthodoxen und tapferen Priesters, der fuer das von Gott ihm anvertraute Volk kaemft. Solche Priester, moegen Griechenland niemals fehlen! Jawohl!
Christus, der Manolios im Roman, wird von seinen Landsleuten wieder gekreuzigt, wie Jesus von den Menschen seines eigenen Volkes gekreuzigt wird.
Statt dieses Werk unueberlegt zu verurteilen, sollte es zum nationalen Selbstbewustsein und zur Katechese beitragen.
Die Brudermoerder
Der Roman „Die Brudermoerder“ zeichnet die tragische Realitaet
des Buergerkriegs, der, der deutschen Katastrophe folgte, und hat wahrscheinlich bis heute Aktualitaet. Indem man manche gewagten Woerter oder Ausdruecke im Roman negativ beurteilt, entlaesst man weder den Staat noch die Kirche aus ihrer Verantwortung.
Kazantzakis Kritik am Missbrauch der alten, heiligen, Kirchengegenstaen und an der Habgier der Kleriker sowie sein Bekenntnis zu einer konkreten politischen Ideologie, koennten die Kirche dazu bewegen, mehr ueber sich selbst nachzudenken, um ihre Fehler zu korrigieren.
Der Papa-Giannaros muesste vielleicht als das Vorbild eines griechisch-orthodoxen Priesters betrachtet werden. Seine Entscheidung, mit seinen Glaeubigen an die Wand gestellt zu werden, damit er zusammen mit ihnen exekutiert wird, findet eine Aequivalenz nur in der Zeit der Maertyrer.
Ich erinnere mich an den glueckseligen frueheren Metropoliten in Deutschland Eirinaios, der mehrfach gesagt hatte: (Zitat): „Jemand muss einen Roman schreiben mit dem Titel: Der Kapitaen Papas“. (Zitatende)
Die letzte Versuchung
„Die letzte Versuchung“ ist ein besonders gewagtes Werk. Der Zweifel des Verfassers an dem Sohn Gottes, wie die Kirchen ihn sehen, schockiert in der Tat den Glaeubigen. Ohne dass es konkret wird, betrifft vielleicht dieses Werk die Heuchelei und die Korruption der katholischen Kirche. Ich traf einmal in Duesseldorf auf ein Kunstwerk, das ich auch kaufte, das „die letzte Versuchung“ darstellt, ohne dass es so betitelt war, und ich konnte, leider bis heute nicht erfahren, ob es vor oder nach dem Roman gemalt worden ist. Wenn es nach dem Roman gemalt worden ist, ist moeglich, dass der Maler von Kazantzakis inspiriert wurde. Wenn es vor dem Roman entstand, wie ich meine, muessen wir es Kazantzakis nicht uebel nehmen, dass er sich davon hat inspirieren lassen.
Der Papst hat dieses Werk verdammt, aber er hat nicht auf den Widerspruch von Kazantzakis vor dem „Gericht Gottes“ geantwortet, sondern schickte diesen an das zustaendige Komitee.
Es geht noch weiter: Die orthodoxe Kirche von Amerika, die das Werk als ausserst obszoen, atheistisch und verraeterisch“ ebenfalls verurteillte, gesteht, dass sie es gar nicht gelesen hat, sondern ihre Meinung auf die Artikel der damals in Athen erscheinenden sehr konservative Zeitung „ESTIA“ stuetzte. Kazantzakis antwortet auf die Verurteilung: (Zitat):
„Heilige Vaeter! Sie haben mich verdammt. Seien Sie von mir gesegnet.
Ich wuensche, dass Ihr Gewissen so rein ist wie meins und dass Sie so moralisch und so religioes sind wie ich“. (Zitatende) Dazu hat die orthodoxe kirche von Amerika allerdings keine Stellung genommen.
Es ist jetzt Zeit,mein Referat mit einigen Ausfue- rungen ueber Kazantzakis Tod zu schliessen.
Kazantzakis stirbt 1957 in Freiburg und wird nach Kreta ueberfuehrt, damit er in seinem Heimatland bestattet wird. Es gibt jedoch eine Zwischenstation des Leichnams in Athen, und damit entstehen zwei Fragen:
Wird der Sarg mit dem Leichnam in der Metropolie von Athen
zu einer oeffentlichen Verabschiedung aufgebahrt oder nicht?
Wird er von der Kirche Griechenlands exkommuniziert oder nicht?
Mehrere zeitgenoessische Bischoefe verlangen durch ihre Veroeffentlichungen die Verurteilung seiner Werke und sie empfehlen den Glaeubigen, diese nicht zu lesen.
Aehnlich entscheiden verschiedene Theologen und Professoren der Universitaet Athen, die die griechische Kirche um Rat bittet.
Der Beschluss der Mehrheit der Professoren impliziert keine Verurteillung. Viele Kleriker und viele Laien sind auf jeden Fall
gegen Kazantzakis, und die offizielle Kirche ist gespalten.
Der unruhestiftende Archimandrit Augustinos Kantiotis hat das Volk und den Klerus angeheizt, so dass Episoden nicht zu vermeiden sind. Der Erzbischof von Athen Theoklitos, erlaubt nicht die oeffentliche Aufbahrung des Leichnams in der Kirche. Somit uebernachtet der Tote im 1. Friedhof von Athen, und er beruft die Synode ein, um ueber die Exkommunizierung zu entscheiden.
Die Exkommunizierung wird als sicher erwartet.
Der Referent hat die verurteilende Klage bereits Geschrieben.
Die Prognose laesst keinen Raum fuer Zweifel.
Dennoch, muss viel in jener Nacht geschehen sein, sowohl im Palast als auch im Oekumenischen Patriarchat von Konstantinopel und im Gebauude des Erzbistums Athen.
Infolgedessen sagt der Erzbischof am fruehen Morgen die Beratung der Synode ab mit dem Argument, dass der Tote der Kirche von Oekumenischen Patriarchat und nicht der Kirche von Griechenland angehoere, was kirchenrechtlich korrekt ist. Somit gibt es keine Exkommunizierung.
Die Wut und die Ausschreitungen der fanatischen Orthodoxen
werden in der Presse der damaligen Zeit dargestellt. Schliesslich wird der kretische Tote nach Kreta ueberfuehrt, damit er in seinem Heimatland bestattet wird, wo das Klima freundlich ist und ihm Ehren gezollt werden.
Seine Beerdigung findet in der Kathedrale des Heiligen Minas von Heraklion statt. Die Zeremonie fuehrt Metropolit Eugenios von Kreta. Ihm assistieren 17 Priester. Die Beerdigung findet auf der Martinengo-Festung statt, wo bis heute Kazantzakis Grab ist, das als eine „Sehenswuerdigkeit“ der Stadt besucht wird.
Die Fotos und die Videos der damaligen Zeit zeigen die Menschenmengen und den offiziellen Charakter der Prozession.
Aus der damaligen Presse erfahren wir, dass der Militaerpriester Stavros Karpathiotakis die Beerdigung vollzogen hat. Aber, Weil er von seinem Amt keine Erlaubnis dafuer hatte, wurde er mit einer 20taegigen Gefaengnisstrafe belegt.
Ich beende mein referat mit dem Hinweis, dass der Redner
in jeder seiner Liturgie des grossen Nikos Kazantzakis gedenkt
und mehrmals sein Grab besucht hat, um nachzudenken und um zu betten.
Ewig bleibe unsere Erinnerung an ihn.
Ich danke feur ihre Geduld.